Σε χώρο κλειστό περίφρακτο με πρόσωπο σβησμένο γυμνός στο βάθος μετά την αποφλοίωση της μνήμης μ' ένα σπασμένο σταμνί αγάπης στα χέρια
σ' αρχαίους ναούς σ' ερειπωμένες πόλεις του ήλιου σε τρένα και σταθμούς σε νυχτερινούς περίπατους του φεγγαριού (που'σαι Σίβυλλα,'Ηριννα,Πενθεσίλεια,Ιλάειρα,Σελένα...)
ανελέητα ενδοστρεφής βυθομετρούμενος ολοένα με κατακόρυφες καταδύσεις ψυχής σ' έναν κόσμο φθοράς και συνάμα απολογητής της φθοράς μένω αδιόρθωτος νοσταλγός ενός χαμένου oνείρου.
Σχεδόν εκτός εαυτού πλέον με τριμμένο ρούχο ένα ραβδί ένα κλωνί από ελιά σε παλαι'ι'κά δωμάτια κλεισμένος
Προσπαθώ να μη λησμονηθώ και να μη λησμονήσω μα πάλι απ' την αρχή
ΧΑΜΕΝΟΙ ΠΑΡΑΔΕΙΣΕΝΙΟΙ ΚΟΣΜΟΙ Αστέρια μυστηριακό φεγγάρι ο γλυκός ήχος του αυλού οι αδερφοί κι οι αδερφές του δάσους χορεύουν στη βροχή.
Ζεστό χώμα πρωτόγονοι έρωτες παιχνίδια στην άκρη της νύχτας η σοφή αγνωσία των παιδιών γλυκά τραγούδια στο πράσινο ποτάμι άνθη του λωτού και της καμέλιας στροβίλισμα αρωμάτων χαμένοι παραδεισένιοι κόσμοι...
Ρύθμισε το βήμα σου στον ήλιο τρέξε στην καρδιά του ανέμου παίξε στα όνειρα της νύχτας
Επαναγεννημένος μες στ' αθώο σου μυαλό.
ΣΗΜΕΡΑ ΕΡΩΤΕΥΘΗΚΑ ΤΗ ΝΥΧΤΑ Σήμερα ερωτεύθηκα τη νύχτα και το τρελό φεγγάρι μούκλεψε το πρόσωπο.
ΔΕ ΘΕΛΩ ΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ ΣΑΣ Και τώρα ακόμα που οι σκιές ανεβαίνουν δε θέλω τον παράδεισό σας.
Με τον καιρό σιωπηλά αποσύρθηκα στον κήπο του μυαλού μου.
Το βιβλίο μου ''Η ΕΝΔΟΧΩΡΑ ΤΗΣ ΑΛΛΗΣ ΝΥΧΤΑΣ'' εκδόθηκε το 1988 προς τιμήν του μεγαλύτερου αντεργκράουντ περιοδικού της εποχής εκείνης '' ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ''
Συμμορίες παιδιών περιπλανιούνται στους δρόμους μέρες γεμάτες πόνο ο φετινός χειμώνας είναι τόσο κρύος στις πλατείες οι φονιάδες στήσαν καταυλισμούς σκιές γλιστρούν στους τοίχους σκουλήκια προχωρούν όρθια στους νέους νεκρούς.
Οι μαύρες λάμπες του χρόνου σβήνουν η μια κοντά στην άλλη καθώς φωτίζουν το κλειστό τοπίο της ζωής μου.
Η νύχτα άρρωστη και βρώμικη πλάγιασε στη σάπια πόλη κι εμείς κοιμόμαστε υπνωτισμένοι κλεισμένοι στο ζωολογικό μας κήπο.
Ελάτε κοντά μου υπάρχει μια πόρτα στην άκρη της καρδιάς και του ονείρου πρέπει να βρούμε το κλειδί Eίναι στο ίδιο μέρος που είμαστε φυλακισμένοι.
Μαύροι επόπτες κρατούν στα χέρια τους τις νύχτες μας
Μα εγώ κρατάω τ' όνειρο
'Ενας δραπέτης της νύχτας 'Ενας τρελός ονειρευτής.
'Ηρθε ο καιρός του μεγάλου ταξιδιού Της ηλιοφώτιστης πορείας Μακριά απ΄ τ' ανθρώπινα φαντάσματα του νεκρού βασιλείου Τις σκοτεινές πολιτείες της παραφροσύνης Τους τυφλούς άρχοντες των Εθνών Τους ''καθ' υπόδειξιν'' πολιτισμούς από αόρατους συμβουλάτορες Τις απαγορευμένες πόρτες του μυαλού Τα κλειδωμένα όνειρα Να βρω τα κρυφά μονοπάτια στ' αρχαία δάση.
Φλεγόμενα οδοφράγματα κι αίμα στις λεωφόρους της θλίψης Τά όνειρα πνίγονται σε ψυχρούς τηλεοπτικούς βυθούς Ο ήλιος στον τενεκέ των σκουπιδιών κι οι νέοι βάρβαροι στα πάρκα και στις τρώγλες σάπιων πόλεων Καινούργιο παιχνίδι θανάτου σκηνοθετήθηκε Το ξεκολημένο μάτι της Πυραμίδας μας παρακολουθεί. H νύχτα μας εξαντλεί η προφύλαξη έγινε απαραίτητη 'Εξω παραμονεύουν οι κυνηγοί με τα χιλιάδες μάτια που ψάχνουν το μυαλό μας Μας απορροφούν ψηλά απ' τα παρατηρητήρια συνδεδεμένα με το βαθύ μας ύπνο.
Είμαστε χρησιμοποιήσιμοι Κάποιοι μας αγόρασαν πληρώνοντας τους πρωτόγονους Ιδιοκτήτες μας με τα ''μπροστοκρίαρα'' μιας λατρείας ή ενός Μυστικού Τάγματος.
Οι ''Κύριοι'' με το ψυχρό φωτεινό βλέμμα κατοικούν στο μυαλό μας και μας κατευθύνουν σαν μαριονέτες σε μια πέτρινη νύχτα.
Ο σκοτεινός κλοιός της κόλασης κρέμεται πάνω απ' το κουλουριασμένο πλήθος Ηχητικά κύματα σπάνε στο πρόσωπό μου Δε μπορώ να κλειστώ στο δωμάτιο Οι ''αόρατοι'' θόρυβοι θα με σκοτώσουν.
Φιλόσοφοι χάνονται σε βαριές περγαμηνές λεηλατώντας τα σημάδια που νομίζουν ότι ξέρουν Γυμνές γυναίκες παίρνουν το μπάνιο τους στις αρωματισμένες δεξαμενές των λουτρών Κάτω από προστατευτικές τέντες Κόσμος στριμώχνεται ν' ακούσει την ορχήστρα Χορός, όργια , συνουσίες χωρίς να κοιτάζονται στα μάτια Τα όνειρα βαλσαμωμένα σε κέρινα μουσεία Κι εμείς να θρηνούμε το θάνατο της Αθωότητας Του 'Ερωτα και της Σοφίας.
Δεν αντέχω τις κλειστές πόρτες Τα τραγούδια των πλανόδιων μουσικών γίνανε θρήνοι Εδώ σκοτώνουν τους ταξιδιώτες και τα χλωμά κορίτσια χορεύουν στεφανωμένα με φλογισμένα σύννεφα Θύματα υποβολών δεν είδαμε ποτέ την αλήθεια που μας αποκαλύφτηκε '' Ηρθα να πολεμήσω τον άρχοντα του Κόσμου τούτου''... Ακούγονται τα βήματα των υπόγειων αδελφών μας Κανείς ποτέ δε μπόρεσε ν' αναγνωρίσει αυτούς τους ταξιδιώτες.
Επόπτες κρατούν στα χέρια τους τα σκοτάδια Μαύρα φορτηγά περνούν όλη τη νύχτα Κάποιοι παραμονεύουν στις πόρτες Οι παρείσακτοι με τα οπλισμένα χέρια έχουν μάτια δολοφόνων ''δε διαλύονται με αυταπάτες και ψυχοσάββατα''... Μας προετοίμασαν πολύ νωρίς γι' αυτή τη ψεύτικη ζωή.
Οι πόλεις πεθαίνουν Κάτω απ' τα μαχαιρωμένα αστέρια κι οι πέτρινες γυναίκες κυοφορούν τους νέους νεκρούς.
Σπάστε τον απατηλό καθρέφτη τ' ουρανού και της γης Δεν αντέχω τη νυχτερινή περιπολία των πλανητών Θα πω ένα τραγούδι Για τον Κόσμο που δε γεννήθηκε ακόμα.
Η Μεγάλη 'Εξοδος Να δρασκελίσω το βαθύ ύπνο Ν' αδράξω στα χέρια μου τις εποχές και στολισμένος με το χρυσάφι του ήλιου με χάντρες στο λαιμό και σκουλαρίκι Καβαλάρης του μεσονυχτίου Να ταξιδεύω με τον άνεμο Ψάχνοντας για τη Λευκή Πριγκίπισσα που θα μ' Ελευθερώσει.
Ανδαλουσιάνος χορευτής με αυλούς και κιθάρες τυλιγμένος με τη θερμή υπόσχεση της νύχτας ακουμπώντας στο βελούδινο όνειρο Εγώ ο εραστής των άστρων Θα μεθύσω με μυστικό κρασί.
Ξυπόλητος στις βαθύσκιωτες κοιλάδες νιώθω το σφυγμό της μητέρας γης ακούω τα τύμπανα στ' αρχαία δάση Κι ακολουθώ τά κρυφά μονοπάτια.
Τα χέρια μου συνιάλα με μυστικό αλφάβητο Ανάβω στην έρημο φωτιές Καθρεφτίζομαι στο ουράνιο ποτάμι Τώρα θα μπω στ' όνειρο.
Ο ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΗΣ ΤΗΣ ΤΗΛΕΟΡΑΣHΣ Ο δολοφόνος μπήκε στην πόλη πρωί αφού περιπλανήθηκε όλη τη μέρα με το καινούργιο του κουστούμι και το ματωμένο του μαχαίρι από σφαγμένα όνειρα το βράδυ επέστρεψε στο λημέρι του.
Στις οκτώ ακριβώς διάβασε το δελτίο ειδήσεων είπε για μια σειρά από φόνους μπροστά στα υπνωτισμένα μάτια των τηλεθεατών και ότι ο δράστης παραμένει ασύλληπτος.
Ο θάνατος τον κοίταζε με το μάτι της κάμερας
χαμογελούσε.
Απ' το βιβλίο μου ''ΕΞΟΔΟΣ΄΄1985 Λημέρι: Το κρησφύγετο,το άντρο δολοφόνων ληστών με ''μηχανές'' και μηχανεύματα και με το ψυχρό ερπετικό τους βλέμμα, που σκότωναν και σκοτώνουν διαχρονικά το σώμα,τις ψυχές και τα όνειρά μας.
Το απόγευμα κρεμάστηκε σεμνά στους ώμους της κι αυτή μ' ένα τραγούδι στα μάτια της χά'ι'δευε τις ώρες που ανέβαιναν κι άναβαν τ' αστέρια' Μέχρι πού ήρθε το βράδυ σκορπίζοντας χιλιάδες ποιήματα.
Αυτούς που βλέπεις πάλι θα τους ξαναΐδείς θα τους γνωρίσεις πάλι άλλον θα λένε Κωνσταντή κι άλλον Μιχάλη
Αυτούς που βλέπεις πάλι θα τους ξαναΐδείς θα τους γνωρίσεις πάλι σ’ αυτόν τον κόσμο θα γυρνούν με περηφάνια πιο μεγάλη
Αυτούς που βλέπεις πάλι θα τους ξαναΐδείς θα τους μισήσεις πάλι έναν μονάχα δε θα βρεις τον πιο μικρό, τον πιο πικρό, τον πιο αγαπημένο τον μοναχό, τον δυνατό και τον αντρειωμένο
Αυτόν δε θα τον ξανεΐδείς να τονε βασανίσεις και την μεγάλη του καρδιά να τηνε σκίσεις αυτόν δε θα τον ξαναβρείς τι τον φυλάνε τ’ άστρα τι τον φυλάει ο ήλιος του, τονε φυλάει το φεγγάρι
Αυτόν που `χει τη χάρη τον πιο μικρό τον πιο πικρό και τον αγαπημένο αυτόν μονάχα εγώ, μονάχα εγώ, εγώ προσμένω.
Ο Δούλος που δραπέτευσε έλεγε προσευχές στους φιλήσυχους πολίτες γονατίζοντας σε λιγδωμένα προσκέφαλα. Εγώ δεν ήλπιζα πως μπορεί να σωθεί. Οι χωροφύλακες έχουν γερή όραση - δε διαλύονται με αυταπάτες και ψυχοσάββατα. Τώρα αυτός που επέμενε να ρωτάει φαίνεται θάταν αποφασισμένος για θάνατο ή θάταν κατάσκοπος που δε φοβάται. Εγώ πάντως εξακολουθώ να βλέπω τον επερχόμενο μεσαίωνα με φάλαγγες πιστών με αργυρά δισκοπότηρα αφρίζοντα αίμα με σημαιοστολισμούς και παρελάσεις με ραβδούχους καλοθρεμμένους καλόγερους εικόνες από παλιές εκστρατείες και τυφεκισμούς ήρωες με αυστηρά βλέμματα Αμές δε γ’ εσόμεθα πληρωμένη εκπαίδευση θεός αγέρας τα στοιχεία της φύσεως κλειδωμένα στην εποχή σε χάλκινα θησαυροφυλάκια. Αν άξαφνα σας γεννηθεί το ερώτημα πως τα κατάφερε αυτός ο θνητός μέσα σ’ αυτό το βαρύγδουπο διαπασών των ύμνων να δραπετεύσει με αληθινό λαμπερόν ήλιο με αληθινές εξαρτήσεις του βίου - αν δεν μπορείτε να καταλάβετε τι τον οδήγησε σ’ αυτό το τελευταίο διάβημα που βρήκε την έξοδο αφού γύρω ήταν μπετόν αφού γύρω τραγουδούσε η φοιτήτρια ενα τραγούδι ιστορικό παλιών ηρώων τότε δε θα ΄χετε δει κάτι κρυφές μικρές πόρτες όμως ολοφάνερες στα μάτια των ειδικών δε θα ΄χετε δει το ραγισμένο τοίχο όπου βλασταίνουν κάτι φυτά πάνω σ’ ασβέστη κίτρινο απ’ την πολυκαιρία. Το ζήτημα πια έχει τεθεί: Ή θα εξακολουθούμε να γονατίζουμε όπως αυτός ο δραπέτης ή θα σηκώσουμε άλλον πύργο ατίθασο απέναντί τους.
Τύμπανα παίζω στα κρυφά μονοπάτια, τύμπανα παίζω στα δάση.
Περιφέρουν οι λαοί τη ρίζα μου, περιφέρουν οι λαοί την καρδιά μου. Οι δρόμοι ανοίγουν πληγές, ανάβουν φωτιές στα σπίτια, στα στρατόπεδα ανάβουνε φώτα.
Οι λύκοι ουρλιάζουν τις νύχτες πανδαιμόνιο στους βράχους μπήγουν τα νύχια στα μάτια τους, η σιωπή παγώνει στα δέντρα.
Τύμπανα παίζω στα κρυφά μονοπάτια, τύμπανα παίζω στα δάση.
Αφήνω την έρημο, το βαθύ μου ποτάμι, κατεβαίνω σκάλες γυρτές στους δρόμους κατεβαίνω εγώ ο ταπεινός ο δούλος σας ανάμεσα στο λαό μου.
Στη φωτιά να ριχτεί αυτός που κουράστηκε και θέλει μόνο την ακίνητη μάσκα αυτός που δεν αλλάζει το βήμα, το γέλιο, το ρυθμό, τη σιωπή στη νέα του πόλη.
Τύμπανα παίζω στα κρυφά μονοπάτια, τύμπανα παίζω στα δάση.
Αφήνω τότε την έρημο, αφήνω τα άνθη. Το επίπεδο έπεσε πάνω στο άλλο, ζητάει το εκμαγείο, αγωνίζεται, σε λίγο θα ανατιναχθεί. Ποιος είναι για νέα σημαία;
Αφήνω τους αγρούς, την γιορτή, τις καμπάνες. Αφήνω την έρημο, το βαθύ μου ποτάμι.
Τύμπανα παίζω στα κρυφά μονοπάτια, τύμπανα παίζω στα δάση. Μιχάλης Κατσαρός
Γιατί έσκαψες τη γη; Γιατί έκανες σπίτι; Γιατί έφαγες το χόρτο; Γιατί έφαγες το ζώο; Γιατί μπήκες στο νερό; Γιατί έγραψες, γιατί τραγούδησες, γιατί μίλησες; Γιατί, αχ, γιατί; Μια κραυγή δε σου έφτανε; Τι ζητούσες; Λείπει απ’ το βουνό, είναι τρύπιο, περνάει ένα τρένο Έζεψες ένα ποτάμι, τι γύρευες πέρα από τον ποταμό, τον ωκεανό, το βουνό; Τι θέλεις από τη φωτιά, το μέταλλο, τη σκόνη; Γιατί έκλεψες το φως, τη φωτιά, την εικόνα; Θέλεις να Τόνε μιμηθείς, να Τονε φτάσεις. Μιχάλης Κατσαρός