Μιχάλης Κατσαρός







  
                ΟΤΑΝ...
                               του Μιχάλη  Κατσαρού


Όταν ακούω να μιλάν για τον καιρό
όταν ακούω να μιλάνε για τον πόλεμο
όταν ακούω σήμερα το Αιγαίο να γίνεται ποίηση
να πλημμυρίζει τα σαλόνια
όταν ακούω να υποψιάζονται τις ιδέες μου
να τις ταχτοποιούν σε μια θυρίδα
όταν ακούω σένα να μιλάς εγώ πάντα σωπαίνω.


Όταν ακούω κάποτε στα βέβαια αυτιά μου
ήχους παράξενους ψίθυρους μακρινούς
όταν ακούω σάλπιγγες και θούρια
λόγους ατέλειωτους ύμνους και κρότους
όταν ακούω να μιλούν για την ελευθερία
για νόμους ευαγγέλια για μια ζωή με τάξη
όταν ακούω να γελούν
όταν ακούω πάλι να μιλούν εγώ πάντα σωπαίνω.


Μα κάποτε που η κρύα σιωπή θα περιβρέχει τη γη
κάποτε που θα στερέψουν οι άσημες φλυαρίες
κι όλοι τους θα προσμένουνε σίγουρα τη φωνή
θ' ανοίξω το στόμα μου
θα γεμίσουν οι κήποι με καταρράχτες
στις ίδιες βρώμικες αυλές τα οπλοστάσια
οι νέοι έξαλλοι θ' ακολουθούν με στίχους χωρίς ύμνους
ούτε υποταγή στην τρομερή εξουσία.
Πάλι σας δίνω όραμα.


 

                                                                                                                                        

           










 Αυτούς που βλέπεις - 1976          

    
Στίχοι: 
Μιχάλης Κατσαρός
Μουσική: 
Μίκης Θεοδωράκης   
   



Αυτούς που βλέπεις πάλι θα τους ξαναΐδείς
θα τους γνωρίσεις πάλι
άλλον θα λένε Κωνσταντή κι άλλον Μιχάλη

Αυτούς που βλέπεις πάλι θα τους ξαναΐδείς
θα τους γνωρίσεις πάλι
σ’ αυτόν τον κόσμο θα γυρνούν
με περηφάνια πιο μεγάλη

Αυτούς που βλέπεις πάλι θα τους ξαναΐδείς
θα τους μισήσεις πάλι
έναν μονάχα δε θα βρεις
τον πιο μικρό, τον πιο πικρό, τον πιο αγαπημένο
τον μοναχό, τον δυνατό και τον αντρειωμένο

Αυτόν δε θα τον ξανεΐδείς να τονε βασανίσεις
και την μεγάλη του καρδιά να τηνε σκίσεις
αυτόν δε θα τον ξαναβρείς τι τον φυλάνε τ’ άστρα
τι τον φυλάει ο ήλιος του, τονε φυλάει το φεγγάρι

Αυτόν που `χει τη χάρη τον πιο μικρό
τον πιο πικρό και τον αγαπημένο
αυτόν μονάχα εγώ, μονάχα εγώ, εγώ προσμένω.









             O  ΔΟΥΛΟΣ


Ο Δούλος που δραπέτευσε
έλεγε προσευχές στους φιλήσυχους πολίτες
γονατίζοντας σε λιγδωμένα προσκέφαλα.
Εγώ δεν ήλπιζα πως μπορεί να σωθεί.
Οι χωροφύλακες έχουν γερή όραση -
δε διαλύονται με αυταπάτες και ψυχοσάββατα.
Τώρα αυτός που επέμενε να ρωτάει
φαίνεται θάταν αποφασισμένος για θάνατο
ή θάταν κατάσκοπος που δε  φοβάται.
Εγώ πάντως
εξακολουθώ να βλέπω τον επερχόμενο
μεσαίωνα
με φάλαγγες πιστών
με αργυρά δισκοπότηρα αφρίζοντα αίμα
με σημαιοστολισμούς και παρελάσεις
με ραβδούχους καλοθρεμμένους καλόγερους
εικόνες από παλιές εκστρατείες
και τυφεκισμούς
ήρωες με αυστηρά βλέμματα
Αμές δε γ’ εσόμεθα
πληρωμένη εκπαίδευση
θεός αγέρας τα στοιχεία της φύσεως
κλειδωμένα στην εποχή σε χάλκινα θησαυροφυλάκια.
Αν άξαφνα σας γεννηθεί το ερώτημα
πως τα κατάφερε αυτός ο θνητός
μέσα σ’ αυτό το βαρύγδουπο διαπασών των ύμνων
να δραπετεύσει με αληθινό λαμπερόν ήλιο
με αληθινές εξαρτήσεις του βίου -
αν δεν μπορείτε να καταλάβετε
τι τον οδήγησε σ’ αυτό το τελευταίο διάβημα
που βρήκε την έξοδο αφού γύρω ήταν μπετόν
αφού γύρω τραγουδούσε η φοιτήτρια
ενα τραγούδι ιστορικό παλιών ηρώων
τότε
δε θα ΄χετε δει κάτι κρυφές μικρές πόρτες
όμως ολοφάνερες στα μάτια των ειδικών
δε θα ΄χετε δει το ραγισμένο τοίχο
όπου βλασταίνουν κάτι φυτά
πάνω σ’ ασβέστη κίτρινο απ’ την πολυκαιρία.
Το ζήτημα πια έχει τεθεί:
Ή θα εξακολουθούμε να γονατίζουμε
όπως αυτός ο δραπέτης
ή θα σηκώσουμε άλλον πύργο ατίθασο
απέναντί τους.

                                                                                



                                                                                                                 




    Τύμπανα παίζω - 1976         

    
Στίχοι: 
Μιχάλης Κατσαρός
Μουσική: 
Γιάννης Μαρκόπουλος
   


Τύμπανα παίζω στα κρυφά μονοπάτια,
τύμπανα παίζω στα δάση.

Περιφέρουν οι λαοί τη ρίζα μου,
περιφέρουν οι λαοί την καρδιά μου.
Οι δρόμοι ανοίγουν πληγές,
ανάβουν φωτιές στα σπίτια,
στα στρατόπεδα ανάβουνε φώτα.

Οι λύκοι ουρλιάζουν τις νύχτες
πανδαιμόνιο στους βράχους
μπήγουν τα νύχια στα μάτια τους,
η σιωπή παγώνει στα δέντρα.

Τύμπανα παίζω στα κρυφά μονοπάτια,
τύμπανα παίζω στα δάση.

Αφήνω την έρημο, το βαθύ μου ποτάμι,
κατεβαίνω σκάλες γυρτές στους δρόμους
κατεβαίνω εγώ ο ταπεινός ο δούλος σας
ανάμεσα στο λαό μου.

Στη φωτιά να ριχτεί αυτός που κουράστηκε
και θέλει μόνο την ακίνητη μάσκα
αυτός που δεν αλλάζει το βήμα,
το γέλιο, το ρυθμό,
τη σιωπή στη νέα του πόλη.

Τύμπανα παίζω στα κρυφά μονοπάτια,
τύμπανα παίζω στα δάση.

Αφήνω τότε την έρημο, αφήνω τα άνθη.
Το επίπεδο έπεσε πάνω στο άλλο,
ζητάει το εκμαγείο, αγωνίζεται,
σε λίγο θα ανατιναχθεί.
Ποιος είναι για νέα σημαία;

Αφήνω τους αγρούς,
την γιορτή, τις καμπάνες.
Αφήνω την έρημο,
το βαθύ μου ποτάμι.

Τύμπανα παίζω στα κρυφά μονοπάτια,
τύμπανα παίζω στα δάση.



                                                   Μιχάλης  Κατσαρός






                            

                                                           






    Γιατί; - 1972         

    
Στίχοι: 
Μιχάλης Κατσαρός
Μουσική: 
Γιάννης Μαρκόπουλος

       

Γιατί έσκαψες τη γη;
Γιατί έκανες σπίτι;
Γιατί έφαγες το χόρτο;
Γιατί έφαγες το ζώο;
Γιατί μπήκες στο νερό;
Γιατί έγραψες, γιατί τραγούδησες, γιατί μίλησες;
Γιατί, αχ, γιατί;
Μια κραυγή δε σου έφτανε;
Τι ζητούσες;
Λείπει απ’ το βουνό, είναι τρύπιο, περνάει ένα τρένο
Έζεψες ένα ποτάμι, τι γύρευες πέρα από τον ποταμό, τον ωκεανό, το βουνό;
Τι θέλεις από τη φωτιά, το μέταλλο, τη σκόνη;
Γιατί έκλεψες το φως, τη φωτιά, την εικόνα;
Θέλεις να Τόνε μιμηθείς, να Τονε φτάσεις.

                                                                                
                                                                                                              Μιχάλης  Κατσαρός
 






                                                                   
                                    


                                                                                        


    





                 








































        
        





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου