Ποιήματα


                                                                                      
  Πικρό πουλί



Κόκκινο πουλί
τρελό πουλί
πικρό πουλί

Πουλί της ερημιάς μου

Τόσα χρόνια πέρασαν
με τα παράθυρα ανοιχτά

 Και συ δε λες να φύγεις.



















ΤΟ  ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ  ΠΟΙΗΤΗ


Κοιμάμαι χρόνια  σ’ αυτό το σπίτι
Το διάτρητο  από ήχους.
Πολλοί  προσπαθούν  να διασχίσουν τους  τοίχους
να μπούνε  μέσα μου
τους  αποκρούει  η καρδιά μου.
Οι  παφλασμοί τους  φτάνουν μέχρι εδώ
Ταράζουν  συθέμελα το σπίτι.
Ουράνια τόξα δεν υπάρχουν πια
Βήματα που πατούν προσεχτικά  μην ακουστούν
μακρόσυρτοι αναστεναγμοί
λόγια που σέρνονται συρίζοντας
στα καλώδια των τοίχων
μουσκεύουν τα όνειρά μας
τις μέσα όχθες της ψυχής μας.
Τα μάτια μου ορθάνοιχτα
κάτω από τους  επιδέσμους της ζωής
προσπαθούν για να τους  δουν.
Να  μπορούσα  τουλάχιστον  να σας  κάνω  να νιώσετε
ότι αυτές  οι δονήσεις κάτω  απ’ τα πόδια μας
στοχεύουν  το μυαλό μας.

Ερωτήσεις  που οργισμένα  κάποτε  ξεστόμισα
επιστρέφουν  σαν  γέλια.
Δε  με χτυπούν
περιβάλλουν το  σχήμα  μου με τρόμο.
Τους  αντιστέκομαι.
Θα είναι  εκεί ακόμα  κι  όταν  θα έχω  φύγει.
Κάποτε  πρέπει  να μάθω να σιωπώ οικειοθελώς
επειδή η ύστερη  πράξη  θα γίνεται πάντα  και πάντα.
Κοιμάμαι  στο σπίτι  των υπνοβατών.
Πολλά πρόσωπα  εδώ είναι απελπισμένα
κι άλλα  χαμένα  στα δωμάτια  της  λησμονιάς.
Βαριανασαίνουν
Παλεύουν  να επιστρέψουν
Το  βλέμμα  τους με  προσπερνά.
Κάποια  στιγμή  συναντιόμαστε
κι αλλάζουμε  σπάνιες  ματιές.
Τους  ίσκιους  της ψυχής  μας.


Αυτό  δεν είναι  σπίτι  μα  έχει  κάμαρες  πολλές
βγαίνουν  απ΄το  μεγάλο μας  κενό
και τον πικρό  τον ύπνο
κι από μια θλίψη  ακατανόμαστη.










Η ΚΑΘΟΔΟΣ  ΤΟΥ  ΠΟΙΗΤΗ



Βηματίζω  μες  στο δωμάτιο

αχνίζει  ζεστή η ανάσα  μου

Τοίχος

Τοίχος

κρύος  της ομιλίας.



Η  φωνή  μου  είναι  εδώ

ειν’ η φωνή μου εκεί



κι εγώ μπορώ να κουβεντιάσω

μόνο με τον εαυτό μου.

Αλλά κι εγώ είμαι ένας άλλος


Προς

τα

      κάτω

προς

      τα

κάτω

πρέπει


          να

               πάω

 να

      πέσω





Να

     χυθώ

   μέσα

           στη

                μαύρη

                        γλώσσα.










         






 ΚΑΘΙΣΜΕΝΟΣ ΣΤΗΝ ΟΧΘΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ: 
  Ο ΩΡΟΠΟΙΗΤΗΣ

Καθισμένος στην όχθη του χρόνου
σβήνοντας τη νερένια εικόνα μου
να σταματήσω στη λαμπερή στιγμή
σαν Βούδας στην όχθη του εαυτού του
να εισχωρήσω σ' όλα τα επίπεδα φωτός
σ' όλες τις νύχτες
να γυρίσω τα μέσα έξω
να σκεπαστώ με όλα
φως κι ουσία κι απουσία

μες στη σιωπή

σε μια ιλιγγιώδη ακινησία
σε μια πληρότητα κενή

δεν υπάρχει τέλος ούτε αρχή
δεν τελειώνω μήτε αρχίζω
δεν ξέρω αν υπήρξα ή είμαι ή θα υπάρξω.

Γύρισα εκεί απ' όπου δεν ξεκίνησα
σ' ένα στιγμιαίο κενό.

Ποτέ δεν είμαστε ό,τι είμαστε
τίποτα δεν τελειώνει στον εαυτό του
πορεύομαι ίσια σε μένα που δεν υπάρχω.

Το κενό είναι μέσα μου.

            
                          
                   
            

                             ΑΝΑΣΤΑΣΗ  ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ



               Σε είδα να περπατάς ωραίος θαλασσινός  άγιος
               ανάμεσα σε ελιές που μιλούσαν ελληνικά
               και λεγεώνες τζιτζικιών που τραγουδούσαν το καλοκαίρι
               λουσμένος στις ευωδιές του αγέρα. 

               Στεφανωμένος με τις αχτίδες του ήλιου
               ανάμεσα σε σπασμένες πέτρες   
               και κολώνες δωρικές
               κοιτούσες στα μάτια τις κοπελιές
               που περπατούσαν ξυπόλητες στις αμμουδιές του κόσμου
               επιθυμώντας τη χαμένη λαμπρότητα του σώματος. 

               Μέσα στ' όνειρο
               που έκαιγε ανάμεσά μας
               ενώ μου χαμογελούσες
               σε είδα να υψώνεσαι
               στο ναό τ' ουρανού σου
               για ν' αναστηθείς μέσα σ' αυτόν.

                                       Αγία Τριάδα 4-10-2003

     

           




                     ΜΕΝΩ ΕΔΩ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΜΟΥ           


           Η μέρα ξεκολλάει τη νύχτα
           τη γκρεμίζει.
           Ο πετεινός ξυπνάει και ρωτάει την ώρα.
           Ο ήλιος ρωτάει για μένα  
           αν τον καταλαβαίνω
           όπως τον κεραυνό το δάσος.
           Μπαίνει στα μάτια μου
           βγαίνει απ΄ το βλέμμα μου
           στο αίμα μου κοιμάται
           ξυπνά μες στη φωνή μου.

           Τίποτα δε σαλεύει
           ίσως είναι το καλοκαίρι που ξεχείλισε μέσα μου. 

           Τίποτα δε χάνεται
           και παρ' όλα αυτά
           η ώρα μικραίνει.

           Εγώ πιο μόνος
           καρφωμένος στο κέντρο του παντός
           μένω εδώ
           στην αρχή μου.

           Αν είναι η αρχή μου
           αυτή η αρχή
           που ξεκινά μαζί μου
           μ' αυτήν αρχίζω
           σ' αυτήν διαιωνίζομαι.

           Ο χρόνος στ' άδεια του χέρια με κρατάει.    
           
         
             
    

         


                    ΤΙΠΟΤΑ ΔΕΝ ΕΧΟΥΜΕ ΝΑ ΘΥΜΗΘΟΥΜΕ


                    
                       Τίποτα δεν έχουμε να θυμηθούμε
                       μόνο τη μέρα τ' ουρανού
                       και της νύχτας το δρόμο
                       τα πρόσωπα με τα φεγγαρίσια μάτια
                       κι αυτούς που δεν κοιμήθηκαν
                       ποτέ τή νύχτα.


                   










         ΔΕ  ΖΟΥΜΕ  ΠΙΑ  

 


    Παντού το ίδιο κενό
    οι ίδιοι  άνθρωποι
    οι ίδιες λέξεις
    τα ίδια  λόγια
    ο πάγος πάντα μέσα μας
    η ίδια αποχαύνωση των  στιγμών.

    Δε ζούμε πια
    τα πάντα έρχονται
                          παρέρχονται
    και μόνο οι φευγαλέες εικόνες τους
    ειρωνικά μας αγκαλιάζουν. 

    Δε σ' αγγίζω
    δεν προλαβαίνω να μετρήσω τη ζωή μου
    δεν έχω πια τα μέτρα
    έστω αυτά της νοσταλγίας.

    Το βλέμμα γλιστράει
     κάτω απ' τα πόδια μου
     ούτε ένας ψίθυρος
     ούτε μια κραυγή.

     Τα πάντα χωρίς εξήγηση
      μόνο προειδοποιητικά σημάδια
      καρφωμένα στις σιδεριές τ' ουρανού.

     'Ολα σιωπηλά
                       ακίνητα
                                παγωμένα
       μέσα μας μένουν
     
       εμάς τους κρεμασμένους στις πόρτες του φωτός.


   
                                                                                           Σταύρος  Μίχας
   











     


ΚΑΘΟΜΑΙ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΘΛΙΨΗΣ


Κάθομαι στο σπίτι της θλίψης
μέσα στο τίποτα
ανίκανος για ουράνια θάματα
έχοντας ενδώσει
σ' όλα τα μαρτύρια της όρασης και της αφής
στο μεγαλειώδες αίσθημα
του πόνου των ανθρώπων

Εξερευνώντας το σπήλαιο της ζωής
κατέληξα μόνον εραστής του κενού.

 












          
    ΜΙΑ ΦΑΟΥΣΑ ΣΗΜΑΔΕΥΕΙ ΤΩΡΑ ΤΟ ΧΡΟΝΟ


 Πουθενά κανένα φως
 μόνο το τραύλισμα της σιωπής πάνω στον τοίχο.
'Ολο τη βλασφημώ κι όλο πάνω της αρπάζομαι.

 Κλαίω με δάκρυα στις φυλλωσιές των σεντονιών.
'Ηχοι βαρύθυμοι
 σαν βράχοι μαύροι
 πάνω στο στήθος μου.

'Ο,τι ν' αγγίξω με πληγώνει
 αφού για άλλη μια φορά
 περίμενα στο ρολόι την αυγή
 κι όχι στην καρδιά μου.

'Ολα γίνονται στις μέρες μας
 όλο και πιο άσχημα
 γιατί πάνω στη φόρα μας
 να κυριαρχήσουμε στους άλλους και στα πράγματα
 χύθηκε πολλές φορές το αίμα τ΄ουρανού
 και τύφλωσε τα μάτια της ψυχής μας.

'Ετσι έμεινε ο λόγος μας γυμνό κόκκαλο
 που κρέμεται στο φράχτη του φωτός.

 Και φωνή δεν έχω πια να κραυγάσω
 για το τσακισμένο ρόδο του κόσμου
 και δύναμη δεν έχω να σταματήσω
 τον άνεμο εξαγνιστή που αφανίζει το δέντρο απ' τις ρίζες.

 Μια φάουσα σημαδεύει τώρα το χρόνο
 καλύτερα κι από ρολόι.


   






          

                                ΟΝΕΙΡΟΠΟΙΗΤΗΣ


Ο ονειροποιητής είναι αυτός που προφέρει  τ' αναρίθμητα
            ονόματα του κόσμου
που κάνει τη ψυχή μας να ταξιδεύει στις γωνιές του απείρου
ένα χάδι στο πρόσωπο της αστραπής
μια φλέβα χρυσού στο βράχο
            που κάνει όλο το βουνό ν' ακτινοβολεί
ένας ήλιος πουλί που πετά στις λαμπερές νεφέλες τ'ουρανού
μια αόριστη νότα από σπασμένες χορδές φωτός
ένας ψαράς πού βγάζει αγκιστρωμένες λέξεις ψάρια
            απ' το βυθό της καρδιάς του
το γέλιο μιας καμπάνας από νεφρίτη
ένα ρυάκι που λασπώσαμε      
αλλά που γρήγορα ξανατρέχει καθαρό νερό
η μνήμη του κόσμου που βρήκε το λαλητή της
ένα έρημο στάχυ που υψώνεται για να ταΐσει όλους τους       
            πεινασμένους.
 

Μια φωνή που καλεί το κενό ν' απαντήσει.




  ΕΝΑ  ΑΤΕΛΕΙΩΤΟ  ΚΕΝΟ


Περπατώ δίχως να προχωρώ
σ' αυτό το ατέλειωτο κενό.
Με κυκλώνουν άρρωστα λόγια.

Σώνεται η ψυχή.
Ο αέρας στριφογυρνά μες στ' άδειο μου κρανίο.
Βρίσκομαι σ' έναν κόσμο
εγκαταλειμμένο απ' τη χάρη.
Γυροφέρνω μέσα στον εαυτό μου.
Συναντώ άγνωστα πρόσωπα
και μένα τον ίδιο δε με συναντώ.
H ιστορία αυτή δεν είναι  δική μας
κάποιοι  άλλοι ζουν τη ζωή μας. 

'Ολοι παίζουμε σ' ένα παιχνίδι
που κανείς δεν κερδίζει.
'Ολοι αγνοούν τους κανονισμούς
κι οι κανονισμοί μας αγνοούν.
'Ολα γίνονται ερήμην μας.

Η ιστορία ένας σκουπιδότοπος
και σπασμένα ουράνια τόξα.
Κανείς δεν ακούει τον πρώτο λόγο
κανείς δε θ' ακούσει τον στερνό.

Παντού νυχτώνει
ένας αγέρας άγριος χτυπάει την πόρτα
φοβάται κανείς
ακόμη και να κλείσει τα μάτια.



 






          ΚΑΡΛΟΣ  ΚΑΣΤΑΝΕΝΤΑ


Και τώρα πάλι
γυμνός στην καρδιά του κόσμου
ψάχνοντας το άγνωστο σαν την πρώτη φορά
αφού μπορείς να γίνεις τα πάντα
και τίποτα
στ' άπειρο που σ' αγγίζει.

Τα έχεις δει όλα
αμέτρητες φορές
αγνοώντας τη ματιά σου
ακούγοντας τη φωνή τής όρασης
που βλέπει
με τους ήχους της καρδιά σου.

'Ολα τ' αφουγκράζεσαι
απ' το μεγάλο βάθος

σαν ένα λαμπερό σημείο

μιά εσωτερική φλόγα
που θα σε κατακάψει.









                                                       
  




                          
                     Ο ΑΗΤΟΣ ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ
  
                   
         Τρέχα φύγε αητέ.

         Που να πάω;



         Στη τσακισμένη  πέτρα.

      

         Τι να φάω τι να πιω;

        `Ενα κόκκινο αηδόνι.



         Πώς να το σφάξω;

                               Με μαχαίρι απ’το φεγγάρι.

                 

                               Πού’ναι το μαχαίρι;

                               Οι φωτιές το κάψαν.



                               Οι φωτιές που πήγαν;

                               Οι βροχές τις σβήσαν.



                               Οι βροχές που πάνε;

                               Τα βουνά τις ήπιαν.



                               Τα βουνά τι γίναν;

                               Οι θεοί τα γκρέμισαν.



                                Οι θεοί που είναι;

                                Χάθηκαν στον ουρανό.



                                           Καλoκαίρι-Φθινόπωρο 1996
              












   ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ

'Εβγαλε τα ρούχα της από άμμο
μιλά με γλώσσα πουλιού
εξαντλεί το χρόνο σε μια εποχή
χορεύει στα βότσαλα και τ' άστρα
και παραδίνεται
στην πρώτη θάλασσα που περνά.






    




   ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΤΟΥ ΤΖΙΜ ΜΟΡΙΣΟΝ

'Απληστο καλοκαίρι
θερμοί δρόμοι
υγρά κορίτσια κι αγόρια
χαμογελούν

πουλούν τη λάμψη των ματιών τους. 

'Ερωτες
λάγνες νύχτες
θαλασσοστεναγμοί.

Το φεγγάρι
ένα αχόρταγο
κόκκινο στόμα

κι ο ουρανός
ένα γιγάντιο γυναικείο αιδοίο
στολισμένο

με σπασμένα όστρακα αστέρων.



      



       ΧΟΚΑ  ΧΑ'Ι'
                               στον τζιμ Μόρισον της καρδιάς μας


Ο δολοφόνος τραγουδάει
κρυμμένος στο μ
υαλό σου.

Τον βλέπω να γελά
σε σκοτεινό κύκλο
από πλαστικά πλάσματα
που χτυπούν τύμπανα πένθιμα.

Είμαστε τα κουρδιστά παιχνίδια
σ'  έναν κουρδιστό κόσμο
που νταντεύει άρρωστα τριαντάφυλλα.

Ο αστροπηδηχτής Νάνος
χορεύει στα στήθια του Τειρεσία
φτιάχνοντας ένα μνημείο
για το θάνατο των ματιών.

Θα μάθω ν' αγαπώ
εκείνους που προχωρούν στο δρόμο
με τ' άνθη του κόσμου των ονείρων
στην πορφύρα του κωνοειδούς τους αδένος.

Ο jίm Morrison ταλαντεύεται
στην άκρη του σπασμένου καθρέφτη

Χόκα - Χά'ι'
Χόκα - Χά'ι'

'Ολα πρέπει να γίνουν σήμερα
πριν χαθούμε
στην άκρη της φλόγας ενός Ρωμα'ι'κού κεριού
πού σβήνει
όταν θάχει τελειώσει η μουσική
έξω απ' το δρόμο με τα κίτρινα τούβλα

Κι ο Mojo risin δεν θάναι πια μαζί μας.

                                                   1989

Χόκα-Χά'ι' : Ινδιάνικη έκφραση που σημαίνει ''καλή μέρα για να πεθάνω''.






     ΔΙΧΩΣ  ΦΩΣ

Κλειστά βλέφαρα
με θρόισμα ανεπαίσθητο.

Σ' αφανίζει η νύχτα
και τ' άστρα σου
λουλούδια που μαράθηκαν.

Ο ουρανός σταμάτησε να σ' ονειρεύεται.

Απ' τη μνήμη σου
απόμειναν ερείπια μονάχα

κι η καρδιά σου
ένας δρόμος δίχως φως.



                                                       
                           

                                                                                                                                                                                                                                                             


               Ο  ΠΟΙΗΤΗΣ

       
                Θα' ναι πάντα
             ο πρώτος αλέκτωρ
             που θα λαλεί
             πριν την αυγή.












 
       ΕΡΙΣ ΚΟΡΗ ΤΗΣ ΑΥΓΗΣ

   'Ενα νησί τα σύννεφα
    κι η θάλασσα να λιγοστεύει.
    Το άπειρο έχει μονάχα ένα ρίγος.
    Προβάλλεις μέσα σ' ένα χαμόγελο
   ' Ερις
             'Ερις
                      'Ερις
    
    ' Ερις κόρη της αυγής γυμνή.
      Mες στις ώρες τις δροσερές
      επιστρέφεις τα όνειρα στην πηγή τους.
  
    ' Ερις ντυμένη μεστωμένα στάχυα
      κρατώντας ένα χρυσό μήλο στο χέρι σου
      μας κλείνεις το μάτι και σαλεύεις στον άνεμο.

      Το χρόνο ανάλαφρα διασκελίζεις
     
     'Ερις

      κορίτσι ευωδιαστό καινούργιο
      Αποκεκαλυμμένη στους αιώνες.
   

 










         ΑΣΕ ΜΕ ΝΑ ΕΙΜΑΙ
                      
                                στο Γιάννη  Αγγελάκα


   Ονειρεύομαι μια ζωή ουρανό 
   κι ας μ' έκλεισαν στην πέτρα.

   Γητειά
   o ήλιος
   κι όλα τ' άστρα μου'ριξαν.
  
   Ας είναι μαύρο το φως
   δεν κλαίω. 

   Τώρα το φως με πίνει 
   τώρα εγώ το πίνω
   η γέννηση όχι ο θάνατος είναι η απώλεια.

  'Ασε με να είμαι
   άσε με να είμαι ο θεός μου.

   Θα με συγχωρήσω.


  

             [Παραλλαγή παλαιότερου ποιήματος]



                                                                                                







   Μ' ΕΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΗΣ


Το απόγευμα κρεμάστηκε σεμνά στους ώμους της
κι αυτή μ' ένα τραγούδι στα μάτια της
χά'ι'δευε τις ώρες που ανέβαιναν
κι άναβαν τ' αστέρια'
Μέχρι πού ήρθε το βράδυ
σκορπίζοντας χιλιάδες ποιήματα.









                                                                                                                                                                                                                                   



     
            

                      Η ΕΞΟΔΟΣ

                                                          
'Ηρθε ο καιρός του μεγάλου ταξιδιού
 Της ηλιοφώτιστης πορείας
 Μακριά απ΄ τ' ανθρώπινα φαντάσματα
 του νεκρού βασιλείου
 Τις σκοτεινές πολιτείες της παραφροσύνης
 Τους τυφλούς άρχοντες των Εθνών
 Τους ''καθ' υπόδειξιν'' πολιτισμούς
 από αόρατους συμβουλάτορες
 Τις απαγορευμένες πόρτες του μυαλού
 Τα κλειδωμένα όνειρα
 Να βρω τα κρυφά μονοπάτια στ' αρχαία δάση.

 Φλεγόμενα οδοφράγματα
 κι αίμα στις λεωφόρους της θλίψης
 Τά όνειρα πνίγονται
 σε ψυχρούς τηλεοπτικούς βυθούς
 Ο ήλιος στον τενεκέ των σκουπιδιών
 κι οι νέοι βάρβαροι στα πάρκα
 και στις τρώγλες σάπιων πόλεων
 Καινούργιο παιχνίδι θανάτου σκηνοθετήθηκε
 Το ξεκολημένο μάτι της Πυραμίδας μας παρακολουθεί. 


 H νύχτα μας εξαντλεί
 η προφύλαξη έγινε απαραίτητη
'Εξω παραμονεύουν οι κυνηγοί
 με τα χιλιάδες μάτια
 που ψάχνουν το μυαλό μας
 Μας απορροφούν ψηλά απ' τα παρατηρητήρια
 συνδεδεμένα με το βαθύ μας ύπνο.

 Είμαστε χρησιμοποιήσιμοι
 Κάποιοι μας αγόρασαν
 πληρώνοντας τους πρωτόγονους Ιδιοκτήτες μας
 με τα ''μπροστοκρίαρα'' μιας λατρείας
 ή ενός Μυστικού Τάγματος.

 Οι ''Κύριοι''
 με το ψυχρό φωτεινό βλέμμα
 κατοικούν στο μυαλό μας
 και μας κατευθύνουν σαν μαριονέτες
 σε μια πέτρινη νύχτα.

 Ο σκοτεινός κλοιός της κόλασης
 κρέμεται πάνω απ' το κουλουριασμένο πλήθος
 Ηχητικά κύματα σπάνε στο πρόσωπό μου
 Δε μπορώ να κλειστώ στο δωμάτιο
 Οι ''αόρατοι'' θόρυβοι θα με σκοτώσουν.

 Φιλόσοφοι χάνονται σε βαριές περγαμηνές
 λεηλατώντας τα σημάδια που νομίζουν ότι ξέρουν
 Γυμνές γυναίκες παίρνουν το μπάνιο τους
 στις αρωματισμένες δεξαμενές των λουτρών
 Κάτω από προστατευτικές τέντες
 Κόσμος στριμώχνεται ν' ακούσει την ορχήστρα
 Χορός, όργια , συνουσίες
 χωρίς να κοιτάζονται στα μάτια
 Τα όνειρα βαλσαμωμένα σε κέρινα μουσεία
 Κι εμείς να θρηνούμε το θάνατο της Αθωότητας
 Του 'Ερωτα και της Σοφίας.


 Δεν αντέχω τις κλειστές πόρτες
 Τα τραγούδια των πλανόδιων μουσικών γίνανε θρήνοι
 Εδώ σκοτώνουν τους ταξιδιώτες
 και τα χλωμά κορίτσια χορεύουν στεφανωμένα
 με φλογισμένα σύννεφα
 Θύματα υποβολών
 δεν είδαμε ποτέ την αλήθεια που μας αποκαλύφτηκε
 '' Ηρθα να πολεμήσω τον άρχοντα του Κόσμου τούτου''...
 Ακούγονται τα βήματα των υπόγειων αδελφών μας
 Κανείς ποτέ δε μπόρεσε ν' αναγνωρίσει αυτούς 
 τους ταξιδιώτες.

 Επόπτες κρατούν στα χέρια τους τα σκοτάδια
 Μαύρα φορτηγά περνούν όλη τη νύχτα
 Κάποιοι παραμονεύουν στις πόρτες
 Οι παρείσακτοι με τα οπλισμένα χέρια
 έχουν μάτια δολοφόνων
 ''δε διαλύονται με αυταπάτες και ψυχοσάββατα''...
 Μας προετοίμασαν πολύ νωρίς
 γι' αυτή τη ψεύτικη ζωή.

 Οι πόλεις πεθαίνουν
 Κάτω απ' τα μαχαιρωμένα αστέρια
 κι οι πέτρινες γυναίκες
 κυοφορούν τους νέους νεκρούς.

 Σπάστε τον απατηλό καθρέφτη
 τ' ουρανού και της γης
 Δεν αντέχω τη νυχτερινή
 περιπολία των πλανητών
 Θα πω ένα τραγούδι
 Για τον Κόσμο που δε γεννήθηκε ακόμα.

 Η Μεγάλη 'Εξοδος
 Να δρασκελίσω το βαθύ ύπνο
 Ν' αδράξω στα χέρια μου τις εποχές
 και στολισμένος με το χρυσάφι του ήλιου
 με χάντρες στο λαιμό και σκουλαρίκι
 Καβαλάρης του μεσονυχτίου
 Να ταξιδεύω με τον άνεμο
 Ψάχνοντας για τη Λευκή Πριγκίπισσα
 που θα μ' Ελευθερώσει.

 Ανδαλουσιάνος χορευτής
 με αυλούς και κιθάρες
 τυλιγμένος με τη θερμή υπόσχεση της νύχτας
 ακουμπώντας στο βελούδινο όνειρο
 Εγώ ο εραστής των άστρων
 Θα μεθύσω με μυστικό κρασί.

 Ξυπόλητος στις βαθύσκιωτες κοιλάδες
 νιώθω το σφυγμό της μητέρας γης
 ακούω τα τύμπανα στ' αρχαία δάση
 Κι ακολουθώ τά κρυφά μονοπάτια.

 Τα χέρια μου συνιάλα με μυστικό αλφάβητο
 Ανάβω στην έρημο φωτιές
 Καθρεφτίζομαι στο ουράνιο ποτάμι
      Τώρα θα μπω στ' όνειρο.

                     

                             

                                             Απ' το βιβλίο μου ''ΕΞΟΔΟΣ''  1985   





     

    
                     

 Ο ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΗΣ ΤΗΣ ΤΗΛΕΟΡΑΣHΣ
                      
                 
               Ο δολοφόνος μπήκε στην πόλη πρωί
                αφού περιπλανήθηκε όλη τη μέρα
                με το καινούργιο του κουστούμι
                και το ματωμένο του μαχαίρι
                από σφαγμένα όνειρα
                το βράδυ επέστρεψε στο λημέρι του.
                  
                Στις οκτώ ακριβώς
                διάβασε το δελτίο ειδήσεων
                είπε για μια σειρά από φόνους
                μπροστά στα υπνωτισμένα μάτια των τηλεθεατών
                και ότι δράστης παραμένει ασύλληπτος.

                Ο θάνατος τον κοίταζε
                με το μάτι της κάμερας
               
                χαμογελούσε.
                     

                                             Απ' το βιβλίο μου ''ΕΞΟΔΟΣ΄΄1985
              

         

           
               

 Λημέρι: Το κρησφύγετο,το άντρο δολοφόνων ληστών με ''μηχανές'' και μηχανεύματα και με το ψυχρό ερπετικό τους βλέμμα, που σκότωναν και σκοτώνουν διαχρονικά το σώμα, τις ψυχές και τα όνειρά μας.
         








   Η ΕΝΔΟΧΩΡΑ ΤΗΣ ΑΛΛΗΣ ΝΥΧΤΑΣ


 Νεκρούπολη
 ξεκοιλιασμένα αυτοκίνητα τέρατα
 θρηνητικά ουρλιαχτά άγριων σκύλων
 ζητιάνοι πεθαίνουν ξαπλωμένοι σ' εφημερίδες
 τηλεορασάνθρωποι σκλάβοι υπνωτικών υποδείξεων.

 Συμμορίες παιδιών περιπλανιούνται στους δρόμους
 μέρες γεμάτες πόνο
 ο φετινός χειμώνας είναι τόσο κρύος
 στις πλατείες οι φονιάδες στήσαν καταυλισμούς
 σκιές γλιστρούν στους τοίχους

 σκουλήκια προχωρούν όρθια στους νέους νεκρούς.

 Οι μαύρες λάμπες του χρόνου
 σβήνουν η μια κοντά στην άλλη
 καθώς φωτίζουν το κλειστό τοπίο της ζωής μου.

 Η νύχτα άρρωστη και βρώμικη
 πλάγιασε στη σάπια πόλη
 κι εμείς κοιμόμαστε υπνωτισμένοι
 κλεισμένοι στο ζωολογικό μας κήπο.

 Ελάτε κοντά μου
 υπάρχει μια πόρτα στην άκρη της καρδιάς και του ονείρου
 πρέπει να βρούμε το κλειδί
 Eίναι στο ίδιο μέρος που είμαστε φυλακισμένοι.

 Μαύροι επόπτες
 κρατούν στα χέρια τους
 τις νύχτες μας

 Μα εγώ κρατάω τ' όνειρο

'Ενας δραπέτης της νύχτας
'Ενας τρελός ονειρευτής. 
 


                                                              1988
                         






                               



                                                                Στον  Κώστα  Μανδηλά



   ΧΑΜΕΝΟΙ ΠΑΡΑΔΕΙΣΕΝΙΟΙ ΚΟΣΜΟΙ

  Αστέρια
  μυστηριακό φεγγάρι
  ο γλυκός ήχος του αυλού
  οι αδερφοί κι οι αδερφές του δάσους
  χορεύουν στη βροχή.
 

  Ζεστό χώμα
  πρωτόγονοι έρωτες
  παιχνίδια στην άκρη της νύχτας
  η σοφή αγνωσία των παιδιών
  γλυκά τραγούδια στο πράσινο ποτάμι
  άνθη του λωτού και της καμέλιας
  στροβίλισμα αρωμάτων
  χαμένοι παραδεισένιοι κόσμοι...

  Ρύθμισε το βήμα σου στον ήλιο
  τρέξε στην καρδιά του ανέμου
  παίξε στα όνειρα της νύχτας
 
  Επαναγεννημένος μες στ' αθώο σου μυαλό.




      ΣΗΜΕΡΑ ΕΡΩΤΕΥΘΗΚΑ ΤΗ ΝΥΧΤΑ

   Σήμερα ερωτεύθηκα τη νύχτα
   και το τρελό φεγγάρι
   μούκλεψε το πρόσωπο.



      ΔΕ ΘΕΛΩ ΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ ΣΑΣ

   Και τώρα ακόμα που οι σκιές ανεβαίνουν
   δε θέλω τον παράδεισό σας. 

   Με τον καιρό
   σιωπηλά αποσύρθηκα
   στον κήπο του μυαλού μου
.



  

                                                                                                            
 
              Το βιβλίο  μου ''Η ΕΝΔΟΧΩΡΑ ΤΗΣ ΑΛΛΗΣ ΝΥΧΤΑΣ'' εκδόθηκε το 1988

       προς τιμήν του μεγαλύτερου αντεργκράουντ περιοδικού της εποχής εκείνης
                                                               '' ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ''
 
                               



                                                                                                                                             




      ΠΑΛΙ ΑΠ' ΤΗΝ ΑΡΧΗ 


 Σε χώρο κλειστό περίφρακτο
 με πρόσωπο σβησμένο
 (μορφή μισοφαγωμένη απ' τον καιρό)
 γυμνός στο βάθος
 μετά την αποφλοίωση της μνήμης
 μ' ένα σπασμένο σταμνί αγάπης στα χέρια

 σ' αρχαίους ναούς
 σ' ερειπωμένες πόλεις του ήλιου
 σε τρένα και σταθμούς
 σε νυχτερινούς περίπατους του φεγγαριού
 (που'σαι Σίβυλλα,'Ηριννα,Πενθεσίλεια,Ιλάειρα,Σελένα...)

 ανελέητα ενδοστρεφής
 βυθομετρούμενος ολοένα με κατακόρυφες
 καταδύσεις ψυχής
 σ' έναν κόσμο φθοράς
 και συνάμα απολογητής της φθοράς
 μένω αδιόρθωτος νοσταλγός ενός χαμένου oνείρου.

 Σχεδόν εκτός εαυτού πλέον
 με τριμμένο ρούχο
 ένα ραβδί
 ένα κλωνί από ελιά
 σε παλαι'ι'κά δωμάτια κλεισμένος

 Προσπαθώ να μη λησμονηθώ
 και να μη λησμονήσω
 μα πάλι απ' την αρχή

 Να ξαναρχίσω.


             Απ' το βιβλίο ''χελώνα στο βυθό του κόσμου''  1997


                                                                                                   






 
ΤΩΡΑ ΣΟΥ ΒΑΛΑΝ ΣΕΛΑ

 
 Θυμάσαι
 που μάζευες τούς έρωτες του Πάνα
 κι έχτιζες τη μέρα;

 Τώρα σου βάλαν σέλα
 και λεν

 πως είσαι ά-λογο















  Ο ΚΟΣΜΟΣ ΕΓΙΝΕ ΠΑΛΙ ΚΟΣΜΟΣ

 Την ώρα του έρωτα
 και των γαλάζιων σιωπών
 σαν εύθραυστα πουλιά στα χέρια τ ' ουρανού

 ενώ τα μάτια μας
 σήκωναν έναν άνεμο πλημμυρισμένο δάκρυα

 μεσ ' από φωτεινές ανάσες
 κι αναστεναγμούς
 έσπασε το αμύγδαλο της ζωής μου
 κι ο κόσμος μ ' ένα σου φιλί

 έγινε πάλι Κόσμος.


                                                                       


                                                                                            



                                          ΚΟΚΚΙΝΟ ΧΡΥΣΟ ΦΕΓΓΑΡΙ

                                      Μέσα απ΄ τις δροσερές ακακίες
                                              ένα τρυφερό φεγγάρι
   

κόκκινο
 
    χρυσό     

  κεχριμπαρένιο.
 
  Μια φέτα
   από πεπόνι

     Σχεδόν φως.







                                      






                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                     

  Η ΕΥΩΔΙΑ ΕΝΟΣ ΡΟΔΟΥ

 Η ευωδιά ενός ρόδου
 μες στη νύχτα που τρέμει

 ο κραδασμός των άστρων
 σμιλεύει τη γη

 παιδιά παίζουν

 με μεγάλα σμαραγδένια μάτια

 παράθυρα ανοίγουν μέσα μας
 κι αναδύονται χιλιάδες πεταλούδες.


                                                                     












 ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ ΠΟΥ ΘΗΛΑΖΕΙ ΑΘΩΟΤΗΤΑ

 Στάσου
 έχω ξαναπεράσει από δω
 γνωρίζω αυτά τα σχήματα
 αυτές τις μορφές.

 Κάτω απ' τα δάχτυλα του ήλιου
 ξέρω πως θα γίνω
 πάλι η καινούργια μέρα σου.
 Θα μ' αναγνωρίσω
 στο φως
 θα γίνω φιλί στο στόμα σου.

'Ενα παιδί
 που θηλάζει αθωότητα.
















                                    
    Ο ΠΟΙΗΤΗΣ Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗΣ

   Τη μέρα
   έκοβε τον ουρανό
   σε μικρές φέτες
   έστρωνε το φτωχικό τραπέζι
   και χόρταινε το φως.

  Σα νύχτωνε
  στο μικρό του δωμάτιο
  φύτρωναν
  στο κεφάλι του λέξεις.

  Τις μάζευε προσεχτικά
  έπλεκε φτερά
  άνοιγε την πόρτα

  και χάνονταν στη νύχτα.

 
    
                                                                  









                                                                                                               
                                                                                                   
  ΧΘΕΣ ΕΝΑ ΚΛΟΥΒΙ ΣΗΜΕΡΑ ΕΝΑΣ ΟΥΡΑΝΟΣ

 Τα είχα όλα σε επαρκή ποσότητα
 Τώρα έχω μονάχα την ανάγκη
 να αισθανθώ το δροσερό αεράκι στο στήθος μου
 να βάψω το βλέμμα μου στο χρώμα του πράσινου των δέντρων
 το σώμα μου στο χρυσαφί του ήλιου.

 Να γίνω σαν πουλί
 να τρέχω βολίδα απ' τη γη στον ουρανό
 απ' τον εαυτό μου στο δικό σου εαυτό
 σ' ένα γαλήνιο παραλήρημα
 φορτωμένος με τις ευωδιές του αγέρα.

 Χτες ένα κλουβί
 σήμερα ένας ουρανός.

 Προοδεύω. 
                     
                



                            






   ΤΟΤΕ ΕΓΙΝΑ ΧΡΥΣΟ ΔΕΝΤΡΟ

 Μαύρο ψάρι

 Κόκκινο πουλί

 ήρθαν τη νύχτα
 στο δωμάτιό μου.

 Μιλούσαν
 κι έκλαιγαν
 για τη θάλασσα
 και τα βουνά που σάπισαν.

 Τότε έγινα
 χρυσό δέντρο
 που ψήλωσε
 και σκέπασε τον ουρανό. 
















                                         

                                                ΜΙΛΤΟΣ  ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ

                                          
Εδώ και μέρες
                                    ξεκολλούν στίχοι
                                    απ' την καρδιά του
                                    και πέφτουν στον ουρανό.

                                    Μαύρα περιστέρια
                                    ραμφίζουν τα ποιήματα
                                    και τα μοιράζουν
                                    στους φτωχούς αγγέλους του κόσμου.

                                    Μια φαρμακωμένη σελήνη
                                    χοροπηδάει
                                    ενώ κάποιος γελάει

                                    Πίσω απ' την κλειστή πόρτα.










                                                                                                                                 
                         
                                        ΜΙΑ ΓΑΛΑΖΙΑ ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ

                                         Μια γαλάζια πεταλούδα
                                         άνοιξε το μέτωπό μου
                                         μετά τα μάτια μου
                                         ύστερα την καρδιά μου.

                                         'Επειτα πέταξε γελώντας
                                         από τ' ανοιχτό παράθυρο
                                         στον ουρανό του κόσμου.




                                                                                                                                 
                                                                                                                                                                  
                                                      


                                                            
                        O ΚΗΠΟΣ ΓΝΩΡΙΖΕΙ

                     'Ενας ήλιος
                      κι ένας κήπος
                      και μια στάλα νερό
                      να ξεδιψάσει η σκέψη σου.  

                      Ανεβαίνεις
                      τη σπείρα των ωρών
                      μέχρι την κορφή της μέρας.

                      Ο κήπος γνωρίζει:
                      Την άλλη όψη σου
                      την άδεια.

                      Ο κήπος σου έμαθε ν' ακούς:
                      Το λαχάνιασμα απ' τις ρίζες
                      το χρόνο που χτυπά
                      σα ξύλινο μπαστούνι
                      το γέλιο του φωτός και του νερού.
         
                      Ο κόσμος μισάνοιξε:
                      Είναι καιρός να γκρεμίσεις το σπίτι σου
                      ν' ανάψεις τα καντήλια των δέντρων
                      να χα'ι'δέψεις τα βουνά και τα ποτάμια
                      και να χυθείς στο άπειρο.
               

                                             
                                                



                                                                                                    
                                             
                      
    Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΕΧΕΙ ΤΟ ΧΡΩΜΑ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ

    Απ' το βάθος του φεγγαριού
    ένα κόκκινο φως
    χόρευε παράξενα στους τοίχους. 

    Τα σπίτια σιγά-σιγά
    γίνονταν κόκκινα.

    Σε λίγο
    κι η νύχτα
    έγινε κόκκινη.

    Τότε ανθρώπινες σκιές
    άρχισαν να ξεκολλούν
                       απ' τους τοίχους
    και βαστώντας μαύρα αναμμένα φανάρια

    Ανέβαιναν μια αόρατη σκάλα
    που χάνονταν
    στο παμπάλαιο φως της σελήνης.
                            
                               
                                                  1992 
                                      


                                                                                         

                 


                        
                                      ΕΝΑΣ ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΑΜΑΝΟΣ                                         
                                                             στο Θανάση Παπακωνσταντίνου
                                     
                                         'Ενας άγγελος Σαμάνος
                                    με κεφάλι μανιταριού
                                    φάνηκε ξαφνικά στην πλατεία.

                                    Μ' ένα χρυσό δρεπάνι
                                    έκοψε το κεφάλι του
                                    σε μικρά κομματάκια
                                    
                                    που γίναν νότες
                                    που γίνανε τραγούδια
                                    γίνανε όνειρα

                                    και τα μοίραζε στους περαστικούς
                                                      που τρέξαν να τον δουν.

                                   'Υστερα τους άκουσα
                                    να λένε
                                    πως ήταν το πιο ωραίο αντίδωρο.

                                     






              ΟΙ ΔΥΟ ΘΑΝΑΤΟΙ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ





      Ο ΠΡΩΤΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ

   'Ολη τη νύχτα
    ο ουρανός του
    χιόνιζε στίχους.

    Το πρω'ί'
    βρήκαν τον ποιητή
    ξυλιασμένο

    μ' ένα ποίημα στο στόμα.

    
      Ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ 

    Ο ποιητής
    πέθανε
    όταν ο ήλιος
    έπεσε πάνω του


    από πολλαπλά χρωμοτραύματα.

















  ΚΟΙΜΗΘΗΚΕ ΣΤ' ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ

 Κοιμήθηκε
 στο φτωχικό  δωμάτιο
 μες στ' όνειρό του
 για να ζεσταθεί.

 Το κερί του έσβησε
 έγινε αστέρι
 και φώτισε την περασμένη του ζωή

 ενώ έξω στον κόσμο
 έκανε τόσο κρύο.


















  ΤΟ ΞΥΠΝΗΜΑ

  'Ενιωσε
   μέσα του
   γύρω του
   το μαύρο ύπνο.

   Ξύπνησε
   κι αργά
   αλλά σταθερά

   μπήκε στο λευκό όνειρο.











                                              









                                                                      
     Ο ΝΕΚΡΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ


 '
Οταν
  οι ''φύλακες'' πίστεψαν
  ότι ο ποιητής ήταν νεκρός
  κι ότι τέλειωσαν μαζί του
  αυτός γέλασε και τους είπε:

<<Στ' όνειρό μου μπορώ να φτιάξω
    τον κόσμο πάλι απ' την αρχή...>>    
  
        


        







                                                                                                                             











       ΒΗΜΑΤΑ ΣΤΟ ΠΟΥΘΕΝΑ

  Βήμα
         το
           βήμα


  καθένας
              μόνος


 εδώ
       στο
            τίποτα


 μικρά
         βήματα


 στο
     πουθενά
                  επίμονα.








                                                                                                     






  ΣΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ ΜΙΛΤΟΥ ΣΑΧΤΟΥΡΗ
                                              στο φίλο μου Μίλτο Σαχτούρη

  Το σώμα του ποιητή
  αργά-αργά χυνόταν
  μες στο κεφάλι του
  που όλο μεγάλωνε
  και γίνονταν διάφανο.

  Σε λίγο
  όλο το σώμα
  και τ' άκρα
  είχαν χυθεί
  μες στο γαλάζιο γιγάντιο κεφάλι του
  που αναστέναζε
  και ψιθύριζε ποιήματα
  που έλεγε παράπονα τραγούδια

  ώσπου άρχισε να πετά
  στον ουρανό
  απ' άστρο σ' άστρο.


                                                           1992















   Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΠΟΙΗΜΑ
                                                                 στο Νίκο Καρούζο

  Πήρε στη φούχτα του
  όλο το κόκκινο
  απ' την καρδιά του κόσμου
  να γράψει το ποίημα
  να πάρει χρώμα.

  'Εγινε μαύρο

   και χάθηκαν

   στον ουρανό
   κι αυτός
   και το ποίημα.

                                              

                             1992


















        ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΘΕΟΣ

   Ν' απλώνεις τις αισθήσεις σου
   ν' ακούς
   να βλέπεις
   ν' αγγίζεις σχήματα
                                 μορφές
   ένα συντριβάνι ήλιους που αναπηδούν στα βλέφαρά σου
   το αίμα σου που πάει κι έρχεται σαν φως υγρό
   το νερό από άστρα στο πηγάδι
   τις σκέψεις σου κόμπους αλάτι στους κροτάφους
   τα φτερά της λάμπουσας μέρας
   ένα καλάθι με καρπούς φωτιάς
   όλα τα ρολόγια στις αμμουδιές του χρόνου
   τα πέτρινα χείλη της νύχτας
   τις λέξεις που σκεπάστηκαν από πάγους
   ένα δέντρο με φως
   το παγόνι που έγινε όνειρο
   μια απολιθωμένη πυρκαγιά θάλασσας
   το άπειρο να κοιτά τον εαυτό του το τίποτα
   τις φωνές απ' τα τύμπανα των κεραυνών
   έναν ουρανό από αντίλαλους κατόπτρων
   τις ικεσίες κάποιου πρωινού
   τη μελαγχολία της σαύρας
   τη στιγμή που γίνεται χίλια κομμάτια και χάνεται
   το φεγγάρι από καθρέφτες και φωνές
   μια πολιτεία από φωτιά και πάγο
   τον άνεμο να μαζεύει αστροπελέκια στο μέτωπό σου
   το κρεβάτι της αστραπής που στρώνουν τα κόκκινα
                                                      φτερά τους δυο μαύροι πήγασοι
   τις καλύβες των σύννεφων
   τα κύμβαλα των ηφαιστείων
   τους αστερισμούς στο καταμεσήμερο
   τη στέρνα του φωτός
   το αστραφτερό δάσος που γεννήθηκες.















                                                                                   



       ΝΕΦΕΛΗ ΚΟΡΗ Τ' ΟΥΡΑΝΟΥ

  Σ' αυτόν τον νέο κόσμο
  σαν από χρόνια
  νηστικός από φως
  περπατώντας μες στην καινούργια μέρα
  που κάνει την ψυχή μου να τραγουδάει
  ψάχνω για τήν πρώτη αστραπή στα μάτια σου
  γιατί είσαι γρήγορη σαν τον ανεμοστρόβιλο
  κοιτάς ψηλά και σβήνουνε τα σύννεφα
  γιατί ανάβεις τ' άστρα
  σαν ανάλαφρη καλπάζεις με το φως.

  Γύρω απ' τις πηγές σου φυτρώνει νέο χορτάρι
  κι ανάμεσα στα πόδια σου γέρνουν δακρυλούλουδα.

  Σ' αυτόν το νέο κόσμο
  ο ουρανός είναι μια σαπφείρινη φωτιά
  κι ο χρόνος παιδί που ονειρεύεται.










                                                                  


                                                                                  

   ΚΑΙ ΕΙΔΑ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΠΟΙΗΤΕΣ

  Και είδα
  όλους τους ποιητές
  ζωντανούς και πεθαμένους
  να κρέμονται σε κόκκινες κλωστές
  απ' τον ουρανό

  Και γω
  να αιμορραγώ.
















    Η ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

  Περπάτησε στη χλόη
  ακόμη τρέμοντας
  με δισταγμούς φωτός.

 'Ενιωσε μες στα φύλλα της καρδιάς
  τη δροσιά της πρωινής πάχνης.

 'Εψαξε στο βάθος τ' ουρανού
  και βρήκε παλιούς έρωτες αρχαίους πόθους.
  Στην όχθη στάθηκε παλιών αισθημάτων
  κι έκλαψε.

  Με την πνοή του ήλιου
  πάνω στο χέρι της
  απάλυνε τη μέρα.

  Αναστέναξε με τόσο φως στα δάχτυλα
  έκρουσε τα κύμβαλα τ' ανέμου
  και πέταξε γοργά στον ουρανό
  με πάταγο αρχαίων πουλιών.




 














  ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΣ ΣΤΟ ΦΩΣ ΚΑΙ ΣΤ ' ΟΝΕΙΡΟ


    'Αλλοι σε λένε διανοούμενο
     μα γω σε λέω κρατούμενο.

     Στη φυλακή
                        στο μαύρο φως
    
     στη φυλακή
                        στο μαύρο όνειρ
ο.


























        ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ

                       <<...είσαι η νέα Λάχεσις.Τηλεφωνείς
                       η θητεία μου στη γη να λήξει.'Εννοια σου
                       κιόλας πεθαίνω από ουρανική ασιτία.>>


                                           Οδυσσέας Ελύτης.
  




    Δέσποινα της σιωπής
    έσπασα το ελκυστικό μου κλουβί
    κι έτρεξα μες στην ευαίσθητη νύχτα
    σαν ένα άτι αστραπής.

    Μ' ένα τίποτα
    θα γεννηθεί αύριο το άπειρο
    κι εγώ θα τραγουδώ
    στο φως 
                     και τ' όνειρο.
























      ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΟΝΕΙΡΕΥΤΕΣ

   Με σκέψεις αλλόκοτες
   στο βασίλειο μιας άλλης νύχτας
   ενώ όλοι κοιμούνται
   εκτός απ' τους τελευταίους ονειρευτές.

   Να κινείσαι
   μέσα στο φως
   σε φωνές και χρώματα
   αδράχνοντας τις γραμμές του χρονοκόσμου

   Πέρα απ' τα σύνορα του ύπνου
   μες στην ανθοφορία των ονείρων
   ανάμεσα στη φρόνηση και την τρέλα

   Ψάχνοντας τον μέσα κόσμο του καθρέφτη
   σαν την Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων.

   Μα πρόσεχε
   να μη χαθείς
   εκεί που βηματίζεις.






















    

                                                                                                                                                                                                                                                
                                                  
                                                          ΑΚΑΡΙΑΙΑ
                                                                                                                   
                                                                              
                                                      Το σπίτι
         
                                                         θέλω


                                                      την πόλη
                                                      τη χώρα
                                                    τη θάλασσα
                                                        το ιερό

                                               με δέντρα από φως.



























      
        ΑΝΤΙΝΟΜΙΑ  1

    Στο Γολγοθά της νύχτας
    τα λουλούδια έσφαξαν
                                    το φεγγάρι
    και το πέταξαν στον κήπο
                              με τα μαχαίρια.

   'Ενας εσταυρωμένος ποιητής
    κάθεται στο προσκέφαλό μου

    Κλαίει.



                    
        ΑΝΤΙΝΟΜΙΑ  2

     Τα κλουβιά
     πέταξαν
     να βρουν άλλα πουλιά

     να τα ελευθερώσουν...



































  ΜΗ ΜΟΥ ΜΙΛΑΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΟΙΗΤΕΣ

  Μη μου μιλάς για τους ποιητές
  μην τους πιστεύεις
  ακόμα και σε μένα που σας ιστορώ
  σ' αυτό το άγριο γαλάζιο τ' ουρανού
  μια παραφωνία του εαυτού μας είμαστε
 
  σα βόμβος εντόμων
  στο φθινοπωρινό αέρα.























      ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΩΡΑ ΜΟΥ

   Φθινοπωρινή βροχή
   χτυπά τις λέξεις μου
   γεμίζοντας τις τρύπες με φωνές και πουλιά.

   Ο χρόνος χορεύει απαλά
   με τη φωτιά στη σόμπα.
   Λίγο με νοιάζει
   αν η μέρα έρχεται ή φεύγει.
 
   Αυτή είναι η ώρα μου.

   Η μουσική δε μπορεί
   κι η λέξη είναι απρόθυμη
   να μ' ακολουθήσει.
  'Ετσι ζω μέσα μου αόρατος και μόνος.

   Σ' αυτή την σιωπή
   είναι ανώφελη
   ακόμη κι η φωνή της καμπάνας.

 





  





                                  ΤΟ ΚΡΥΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ

                                          Το ήσυχο
                                       Κρύο πρόσωπο του φεγγαριού
                                       ένα φιλί μου ζήτησε

                                       Κι ακόμα περιμένει...

            



                           















                          
ΚΑΤΑΛΑΒΕ

                  Κατάλαβε
               πως η ζωή του
               ήταν μαθηματικά υπολογισμένη

               Αφού ένα τίποτα
               μπόρεσε και τον σκότωσε.







                                                                                                  



















           ΑΝΤΕΣΤΡΑΜΜΕΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ

            
           
    Γέμισε
              το σπίτι μας
              σιδερένια όνειρα.

              Τό σκοτάδι
              έβγαλε σιδερένια δόντια

              Κι αργά-αργά
              μας καταβροχθίζει.


                          
                                 ***           


              Στο πάνω κόσμο
              το βασίλειο
              των κοραλλένιων κήπων
              και των ουράνιων κρουνών
              λούζουν τα όνειρά τους
              οι Άγγελοι δελφίνια.














  
       ΓΡΑΦΟΝΤΑΣ ΤΗ ΝΥΧΤΑ

    Σώπα μη μιλάς
    γέμισε η νύχτα μάτια.

    Τα μάτια γίνανε πουλιά
    και τα πουλιά γινήκαν λέξεις
   
    που πέφτουν πάνω στο χαρτί
    κι αποκοιμιούνται μια για πάντα.

    Ξέρουν από θάνατο
    δεν έχουν αυταπάτες.

      





















     ΕΠΙΖΗΤΟΥΣΕ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ

            Επιζητούσε
           καθημερινά το ποίημα
           και πίστευε πως όταν θα πέθαινε

           χιλιάδες 'Αγγελοι

           με στεφάνια
           από χρυσούς
           ουράνιους στίχους
           θα περίμεναν
           να τον προειπαντήσουν

           όπως του άξιζε.







    





                                           ΟΙ   ΠΑΡΕΙΣΑΚΤΟΙ
                                     
                                         Παρείσακτοι                                                                                                             σκότωσαν τους ποιητές
                                         έκοψαν τις ρίζες
                                                          τ' ουράνιου τόξου
                                         κάρφωσαν μαύρα φεγγάρια
                                         στο δέντρο τ' ουρανού.

                                        Μουντά τύμπανα
                                        και μαύρα ποιήματα ηχούν τώρα
                                        και δίνουν το ρυθμό.

                                        Από πολύ καιρό
                                        οι άνθρωποι του σκοταδιού
                                        ετοίμαζαν τη δολοφονία
  
                                        στο ποίημα του μυαλού μας.


                                                                                                        

                                                                                           
 















   ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΕΙΔΑ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ

  
      Ποτέ δεν είδα τους ανθρώπους
        να εκδικηθούν
      
        για το θάνατο
        ενός φύλλου το φθινόπωρο.
























             ΜΙΛΑ ΠΟΙΗΤΗ


     Ο ήλιος χαρωπός θα ξεχειλίσει
     το φεγγάρι θα λάμψει
     κι ο θάνατος θα κράξει.

     Πέταξε το φως
     στο μουσείο τ' ουρανού
     και μίλα ποιητή
   

     γι' αυτά που βλέπεις στο σκοτάδι.





















        Ο ΤΡΕΛΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ


     Η ίδια σκηνή
     επαναλαμβάνονταν συνέχεια.

     Ο τρελός ποιητής
     με τη μαύρη μπέρτα
     περνούσε το φλεγόμενο παραπόρτι
     του έρημου κήπου

     να συναντήσει
     την κόρη ποίημα
     με το κόκκινο φόρεμα
     που χάθηκε μια νύχτα
    
     χωρίς ποτέ να μάθει

     Πόσοι ουρανοί ποιήματα
     υπάρχουν
     στον πάνω κόσμο.




















       Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΜΕ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΤΟΥ ΜΑΤΙ 

                   Ο θάνατος
                               με κάρφωνε
                   με το μεγάλο του μάτι. 
                 
                   Εκεί που καθόμουνα

                   κοιτάζοντας

                   Το στρογγυλό φεγγάρι.














      ΕΠΤΑ + ΕΝΑ ΧΑ'Ι'ΚΟΥ

          Γύρω τόσο φως
         μα μέσα στα μάτια σου
         βαθιά μια λύπη.

                    *

        Σου'πα βαρκάρη
        το ποτάμι τ' ουρανού
        δεν έχει τέλος.

                    *

        Πες μου αγέρι
        ξέρεις τα ονόματα
        όλων των πουλιών ;

                    *

        Κρύες ακτίνες
        πέφτουν απ' το φεγγάρι
        και με παγώνουν.

                    *

        Μικρή μυγούλα
        προκαλείς το θάνατο
        στο ποτήρι μου.

                    *

        Γιατί ποιητή
        όταν έρθει η νύχτα
        ψάχνεις τη σιωπή ;

                    *

        Γιατί γδύθηκαν
        μες στο καταχείμωνο                                                            
        τα δέντρα όλα ;                                                                   
                                                                                                            
                    *

        Χαμογελάω
        ο πιο σύντομος δρόμος
        για την καρδιά σου.

     
















                                  ΣΤΟΝ ΙΣΧΝΟ ΚΙ ΑΣΗΜΑΝΤΟ ΚΑΙΡΟ

   
                         Σ' αυτόν τον χρόνο που έρπει σαν πάνθηρας
                            στον ισχνό κι ασήμαντο καιρό
                            αχ, ας φανεί η όψη της παρεκτροπής μας
    
                            ότι το παρόν
                                    είναι μια επιδέξια αγοθοεργία επανάληψης
                            κι η ζωή μας
     
                            αέρας εμφιαλωμένος.




                                                                                                       














   ΓΙΑ ΕΝΑ ΜΠΛΕ ΚΑΙ ΠΡΑΣΙΝΟ ΞΕΦΥΓΑ

                    Σχέδιο                                                                                                          
      Σχεδίας
               'Εξοδος  
                        Τώρα.

           Που πας ποιητή ;
 
                                       Για ένα μπλε και πράσινο ξέφυγα
                         Για έναν ουρανό    
                 ένα αμπέλι
        μιαν ελιά

 Και για μια θάλασσα.      




















                                                                                          
          
        ΜΗΠΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ ΞΑΝΑΒΡΩ

       Να ξύπναγα τον εαυτό μου
      να τον άρπαζα
      να τον γύριζα τα μέσα έξω
      να φέρω αυτό το τέρας
                                    στα μέτρα μου

      Μήπως και τον ξαναβρώ.












                                                                                     


  

  ΣΤΟN ΣΚΟΤΕΙΝΟ ΤΟΙΧΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

             Το κουτσό φεγγάρι
              γλίστρησε
              και πνίγηκε στο πηγάδι
              με τα όνειρα.

              Φάνηκε
              το σπίτι με τα πεθαμένα αστέρια.
              Ράγισε η στέγη
                                τ' ουρανού
              κι η νύχτα γέμισε κίτρινα μάτια.

              Στο σκοτεινό τοίχο του κόσμου
              παίζει κινηματογράφο

              ο Θάνατος
.



                                                                                                                         







                                                                                        


                                                                                    
                                   ΕΝΑΣ ΚΟΣΜΟΣ ΑΠΟ ΠΑΓΟ

                                              'Ενας κόσμος
                                                 από πάγο


                                     Κι εγώ  μέσα στις λέξεις μου
                                         τις όμορφές μου λέξεις

                                                  από χιόνι.
 







     


            Ο ΑΓΙΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΩΝ ΔΡΟΜΩΝ

       Ο ποιητής
       μόλις πέσει η νύχτα

       ενώ εμείς κρυβόμαστε
       πίσω από σφραγισμένα παράθυρα
       φυλακισμένοι στη λήθη
                   της ψεύτικης ζωής μας
  
       Bγαίνει στους δρόμους της πόλης
       κρατώντας στα χέρια του
        
                                 μαύρα
                                                κόκκινα
    
       χρωματιστά

       θυμωμένα ποιήματα

       Και τα καρφώνει στους τοίχους των σπιτιών
                                                          και της ψυχής μας.












   ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΡΑΜΜΕΝΑ ΣΕ ΜΙΑΝ ΑΝΑΣΑ ΓΡΑΦΩ

                      Ποιήματα
                   ραμμένα σε μιαν ανάσα
                   γράφω.

                   Αυτή η πυρακτωμένη ανάσα
                   ανάμεσα στη στάχτη
                   και τη φωτιά

                   Μια μέρα
                   θα με κάψει.






















 
      ΓΙΑ ΝΑ ΓΛΙΤΩΣΕΙ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ

             'Εξω η μαύρη νύχτα.
            Το δωμάτιο παγωμένο
            κι η σόμπα σβηστή.
      
            Ο ποιητής έκλεισε το φως
            και σκέπασε με το σώμα του                  
           
            το ποίημα
   
            Να μην του κρυώσουν οι λέξεις.

















       
                                  


         
                                    ΣΤΗΝ ΑΣΤΡΙΚΗ ΙΘΑΚΗ


                        Ο Arthur Rimbaud
                              Ο Dylan Thomas
                                   O jack Kerouac 
                                        O Jim Morrison
                                            Κι ο Βοb Marley
                                         Mεθυσμένοι από κρασί κι ουρανό
                                      Φυγάδες της νύχτας
                                  Στο δρόμο
                               Για την επιστροφή
                         Στην Αστρική Ιθάκη.


                                                                                 


                                                                                                 1985
















          ΑΘΕΑΤΟΣ  ΗΝΙΟΧΟΣ


        'Επεσε
         το κακό μάτι
         που τον κρατούσε 

                                 καταγής

         και πέταξε
         ο Ηνίοχος

         στους Δελφούς τ' ουρανού.








         














             ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑΣ

     Έτσι απλά ελεύθεροι
     έτοιμοι ν' αναχωρήσουμε
     για τις πόλεις των νεφών
     μες στην αχνιστή σιωπή του ήλιου
     των ασφόδελων και της πικροδάφνης.

     Eμείς π' αγαπούμε τις ευθείες γραμμές των οριζόντων
     τα όνειρα ενός διαμαντιού
     τη μελαγχολία μιας δωρικής κολόνας
     τους φωσφορισμούς της πεταλούδας
     την ακτή μιας λευκής αχιβάδας
     το κεντημένο δέντρο του αίματος
     τους ζωγράφους της βροχής
     τις καμπύλες του φωτός
     τα φωτεινά μάτια των αγγέλων
     το πικρό χορτάρι του παραδείσου.

     Εμείς που παραμένουμε πιστοί
     στην αβέβαιη διαύγεια του ταξιδιού μας

     Κι αυτό υποθέτω μας οδηγεί στην αιωνιότητα.


































             ΚΑΙ ΤΩΡΑ Ο ΤΟΠΟΣ ΜΑΣ

            Και τώρα
                      ο τόπος μας
          εν' ένας κόσμος
                                γεμάτος
          μαύρους αγέρηδες
                                 πικρές βροχές
          σάπια κι άδεια σπιτικά
          χαμένους  
                       ανθρώπους
          έρημες ψυχές.

          Σχεδόν ανύπαρκτος.

          Κι ένας δολοφόνος άνεμος φυσάει            
                                                         συνέχεια
          σα να βγαίνει
          απ' τα έγκατα του σύμπαντος.





                                                                                     1992







                                  
            
 



         ΤΟΣΟ ΑΡΧΑΙΑ ΟΣΟ ΚΙ Η ΖΩΗ

         Αχ κορίτσι
         σμιλεμένο στο μάρμαρο
         στην τρυφερή μοναξιά
                                   του στήθους σου
         με την επιθυμία της φωτιάς
         υποκλίνεται ο χρόνος.

        'Αρχαία σκουριά
         στο μακρινό σου βλέμμα.

        'Ηρθες απ' την αιώνια θάλασσα
         το λίκνο του έρωτα
         καβάλα στη ράχη των δελφινιών
         με τα τραγούδια τ' ουράνιου τόξου
         θρεμμένη απ' τον ήλιο και την άμμο.

         Τόσο αρχαία
         όσο κι η ζωή
         κι όμως τόσο νέα
         όσο ένα μικρό βότσαλο
         στην άκρη του κύματος.
      
         Αγγίζω την παγωμένη σάρκα
         και φιλώ την πληγή στο στόμα σου
         που μοιάζει να με δαγκώνει

         ή θέλεις κάτι να μου πεις
         και δεν το καταφέρνεις ;...
                                                                                                 




                                                                                   1992
                                                                           



























                ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ Κ.Π. ΚΑΒΑΦΗ

                     
                Ο  ποιητής Κ.Π.  Καβάφης
              ενώ κοιμόταν
                       στη λαμπερή σκόνη των άστρων
                                                 στον ουρανό της Αλεξάνδρειας
              ξαφνικά                                   
                           ξύπνησε  
                                         μέσα στον ύπνο του.

             'Εβγαλε προσεκτικά απ' την τσέπη του
                                                                       τσαλακωμένο
              το ποίημά του ''Ιθάκη''

              κι ονειρεύτηκε ξανά το ταξίδι.

















  


           N ΕΟΣ ΦΟΡΟΣ ΤΩΝ ΣΠΙΤΙΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΜΑΣ

                            Σ' αυτόν τον σκοτεινό σας  κόσμο
                        και στων ψυχών σας τη νύχτα
         
                        θα σας πούμε
                                          ένα μεγάλο ευχαριστώ
             
                        που τρελαθήκαμε
                        και φύγαμε
                                     στον ουρανό
                    
                        μαζί με τις ψυχές
                                                και με τα σπίτια μας.











                                                                                                                     











      ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ ΣΤΟΝ ΥΠΝΟ ΜΟΥ

         Αρχαία παιδιά
        βαμμένα κόκκινα
        έριχναν βέλη
        στο σώμα του φεγγαριού

        Κι αυτό τρελαμένο
        ούρλιαζε
                   γέλαγε
                          κορό΄ι΄δευε το φως
        ετοιμαζόταν να πετάξει
        άγριο
              ματωμένο
                    τριγυρισμένο μαύρα πουλιά.

       Τότε μια μεγάλη πόρτα
       ανοίχτηκε κάτω απ' τα πόδια μου
 
       Κι εγώ

       φορώντας ενδύματα λευκά
       έπεφτα αργά
       στον ουρανό.




                                                                          1992



























                                              

                         ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ


                        1.                                          

                               Τα ξύλινα παράθυρα κι οι πόρτες
                                                                       των σπιτιών
                          τόσκασαν τη νύχτα
                          και γύρισαν
                                          στα δέντρα.

                          Βαρέθηκε ο Κόσμος δάσος
                                            να περιμένει
                                                        την επιστροφή μας.





                                                         

                                                                        2. 

                           Ταξιδέψαμε στην έρημο
                           διασχίσαμε τον μεγάλο ωκεανό
                           φθάσαμε στο φεγγάρι.

                           Μα εμείς
                                     ακόμα
                                            αποζητάμε τον 'Ηλιο. 






                                                                                               1985





                                                                                                                         




          Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΕΧΕΙ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ

                  'Ολη του τη ζωή πάλευε με τις σκιές
                            πάλευε με τα ποιήματα           
                                                     με τή νύχτα της ψυχής
                 
                   να γκρεμίσει τους τοίχους της φυλακής του.
               
                  'Εψαχνε για μυστικές πόρτες
                              για άγνωστους κόσμους
                                                             άλλους ουρανούς
                 
                   που δε βρέθηκαν ποτέ.
                  
                   Τον υποχρέωσαν να ζήσει
                   με εικόνες που δεν τις θέλησε
                   με λόγια που δεν ήθελε να πει
                  
                   Και τώρα νεκρός αθάνατος πια
                   πρέπει να πλαγιάσει
                   στη ψεύτικη σκόνη των άστρων
                   σε μια χυδαία αιωνιότητα.

             




                                                                                                    1988






















              ΗΛΕΚΤΡΙΚΟΣ ΔΙΟΝΥΣΟΣ

     
     Ο Διόνυσος
          ηλεκτρικός πια
                          μοτοσικλετιστής
           
          στολισμένος τα χρώματα
                                              των άστρων
          έφθασε στη χώρα πρωί

          Χωρίς να τον δουν οι δεσμοφύλακες
          χωρίς να τον δουν οι κυνηγοί
          καβάλα στην ουράνια μοτοσικλέτα του
 
               φτερούγισε στην άσφαλτο
               και χάθηκε στους δρόμους.  
    
                     
                               




















                ΧΑΘΗΚΕ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΜΕ ΤΙΣ ΓΑΛΑΖΙΕΣ ΠΑΝΑΓΙΕΣ

                                          Xάθηκε το καλοκαίρι
                                   με τον αέρα το γλυκό
                                 τη γαλανή του φορεσιά
                                  τον ήλιο
                                                       τον αλάνι
                               με τα παιδιά στις αμμουδιές
     
                                Και τις γαλάζιες Παναγιές
                                   που βγαίνανε σεργιάνι.























         ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΝΑΣ ΑΛΛΟΣ ΗΛΙΟΣ

       Υπάρχει ένας άλλος ήλιος
                    ένας άγνωστος σε μας ήλιος
       που μας τραβά
                            όμως
       όπως το φως την πεταλούδα.

       Δεν ανήκουμε σε κανέναν άλλον
       παρά μονάχα στις χρυσαφιές ανταύγειες
               αυτού του ήλιου
                                που μας είναι απρόσιτος.

       Διατηρεί όμως
               άγρυπνη την καρδιά μας
                                     το κουράγιο
                                                  και την σιωπή.






















                                                                                                
                                       ΠΑΡΟΝ 

      Να υπερασπίζεσαι όλες τις χαρές του ήλιου
      τον λαμπερό ουρανό που προσπέρασε
                                                         τις νύχτες σου
      τους ποιητές που τρελαίνονται να σπάσουν
                                                 τους καθρέφτες των λέξεων
      τα παιδιά χωρίς ηλικία.
   
      Να υπερασπίζεσαι τα χέρια π' αγαπούν
      τα μάτια που γίνονται χρώματα ή τοπία
      τους τρελούς από έρωτα
      τις αυγές π' ανθίζουν πράσινες.

      Να υπερασπίζεσαι τα φιλιά και τα χαμόγελα
      τους πόθους που διαιρούνται στα δύο
      τα χάδια που λευτερώνουν τα στήθια των γυναικών
      το δικαίωμα να κοκκινίζεις από έρωτα.

      Να υπερασπίζεσαι τα πουλιά που σημαδεύουν
                                               τον ουρανό χωρίς μυστικά  
      τις γυμνές μασχάλες των γυναικών
      τα όνειρα που μας ταξιδεύουν
      όλους αυτούς που ξαγρυπνούν από θλίψη.

      Να υπερασπίζεσαι το φως των ερωτευμένων βλεμμάτων
      τη μοναξιά όλων των  όντων
      την αιώνια νεότητα της φωτιάς
      το τσαπί που μπαίνει μαλακά στο χώμα.
     

      Να υπερασπίζεσαι τα μακρινά ακρογιάλια
                                                 όπου κανείς δεν αράζει
      όλες τις λευκές σελίδες των βιβλίων
      τα σχήματα στην άμμο και το χιόνι
      τη ζωντανή σαλεμένη σελήνη.
  
      Να υπερασπίζεσαι το τίποτα κι αυτό το όλο. 










       




        ΠΕΝΤΕ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ


                             Κόκκινη αυγή
                         κόκκινο δείλι
                         έβαψε το μαντήλι σου
                         κι αυτό τα δυο σου χείλη.

                                       *

                         Το κόκκινο μαντήλι σου
                         ρίχνω στο μαύρο ρέμα
                         κι έγινε κόκκινος ο ουρανός
                         κι έβαψε ο κόσμος όλος.

                                       *

                         Ψιχάλες βροχής
                         κρέμονται σα διαμάντια
                         στα σκότεινά σου  μάτια.

                                       *

                         Μες στο σκοτάδι
                         της αγάπης μου τα δάκρυα
                         λάμπουν σαν άστρα.

                                        *

                         Σαν πουλιά στη σιωπή
                         είν' τα χεράκια σου
                         μες στα δικά μου.

                                       

                                                   
      

















            
                        ΤΟ  ΜΑΥΡΟΠΟΥΛΙ

           Είναι μονάχα ιδέα μας
          πως οι ουρανοί έρχονται και φεύγουν ;

          Είναι μονάχα ιδέα μας
          πως κάποτε συναντηθήκαμε
                                    στα σύνορα του τίποτα
          στην αγκαλιά του χρόνου
                                    που μας φθείρει ;

         Γιατί άδειος ειν' ο δρόμος μου
         κι όταν περνώ
                            όλα τα φώτα σβήνουν.

        Ούτε μια φωνή δεν ακούγεται στη σκηνή
        κι ο αέρας γκρεμίζει τα σκηνικά
                                    στο θέατρο του κόσμου

       'Οπου ένα μαυροπούλι
        χτυπάει με το ράμφος του το φως
                                           
        και μας τραβάει στο στόμα του θανάτου.
     
















                        
            
                                                                                              






                    

      Η ΘΕΙΑ ΠΡΟΝΟΙΑ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΕΙ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΠΟΙΗΤΕΣ
                   
                                Σ' αυτή τη βουή του κόσμου
                                τώρα που μαραίνονται
                                                   ακόμα και τ' άστρα τ' ουρανού
                                η θεία πρόνοια μας προστατεύει
                                εμάς τα παιδιά και τους ποιητές.

                                Τι χάλι.
                                Μα συγχωρεμένοι.
                                Για μας τους ποιητές λέω πάλι.


                                Τι να κάνουμε
                                κι εμείς οι καημένοι
                                γυμνοί επιτέλους από μοίρα
                                αφού στο κεφάλι μας
                                το ίδιο κενό παραμένει.
                               
                                Μα ευτυχώς
                                έχουμε τη γλώσσα μας τη μητρική
                                από δυνάμεις σκοτεινές 


                                προστατευμένη

                                Κι αυτήν την ποίηση
                                την καθαρή
                                          τη λαμπερή σαν ήλιος μακρινός
                                που μόνο
                                         στο δικό μας σπίτι
                                                                    ακόμα
                                                                            μένει.  

                   











    
  






                                             A. Μία βίαιη τάξη είναι αταξία' και
                                             Β. Μία μεγάλη αταξία είναι τάξη. Αυτά
                                             Τα δύο πράγματα είναι ένα. ( Σελίδες
                                                  εικονογραφήσεων. )
 

                                                                            Wallace  Stevens





                                ΟΤΑΝ Η ΤΑΞΗ ΔΡΑΠΕΤΕΥΣΕΙ

                       'Οταν η τάξη δραπετεύσει
                        οι ψυχές μας θα γίνουν ένα
                        κι οι μορφές θά λάμψουν σα φωτιά
                                                                       σε κίνηση
 
                        Χωρίς οι πρωταρχικές μας σκιές
                        να καθρεφτίζονται στη νύχτα
                        Δε θα υπάρχουμε σαν ήχοι που σβήνουν
                        Δε θα'μαστε του φεγγαριού η χίμαιρα.

                        Ούτε ποτέ
                                      άνθρωποι
               
                        Ούτε ποτέ
                                      αστέρια.

                        Το ατελές θα'ναι ο παράδεισός μας
                        κι ότι αγγίζει την καρδιά
                                                       θα'ναι κατάδικό μας
                        χωρίς να χάνεται
                        στο φοβερό το μάτι τ' ουρανού.

                        Δε θα υπάρχει πνεύμα ακίνητο
                               σα γερασμένο άλογο

                         Μα θα'σαι ποτάμι ορμητικό
                               που τα σαρώνει όλα.                        

                





            


 








                ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΔΙΧΤΥ

          Πόσο άδικο
          ήταν να γεννηθείς
          σε τούτον τον μαύρο κόσμο
          ανάμεσα σε ανθρώπους σκοτεινούς
                                                         και ξένους

          κάτω από έναν σιδερένιο ήλιο
          με φως καμμένο απ' τους αγγέλους
   
          μέσα σε φόνους
                             σε φωνές
                                      και κρότους
         
          Ψυχή χαμένη
                         και παλιά
          να πηδά από φεγγάρι σε φεγγάρι
                          πιασμένη 
     
            στο μαύρο δίχτυ τ' ουρανού.    
                 








                  









                                                             
                            ΚΡΙΜΑ

           'Ετσι που ταξιδεύουμε
            από νύχτα 
                         σε νύχτα
            από σιωπή
                         σε σιωπή
            από πέτρα
                         σε πέτρα
            από θάνατο
                         σε θάνατο.

            Η νύχτα μας
                  η σιωπή
                       η πέτρα
                          κι ο θάνατος

            Ποτέ δε θα τελειώσουν.
                    

                                      



















               ΠΗΡΑ ΜΙΑ ΠΕΤΡΑ


        Πήρα μια πέτρα
        και την έβαλα δίπλα
                      στο δέντρο τ' ουρανού

        Κι η πέτρα γέμισε
                      με φύλλα και καρπούς
        γέμισε και με φως
        γέμισε και μ' αγγέλους
     
        γέμισε μ' ολόγλυκα φιλιά
        και μ' όλους τους πονεμένους.
     










                   
    



















   Η ΣΥΓΧΩΡΕΣΗ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ


          Αθώος κι αδέξιος
      στα θαύματα και τις ζωές   

     θανάτους και αναστάσεις
       αφού πολλά δε γνώρισα
       κι αφού πολλά δεν είδα
          στο φως να ψάχνω
                  χάθηκα
       και βρήκα μόνο νύχτα
 τ' αστέρια να κλαιν στον ουρανό
      κι οι κόσμοι να πεθαίνουν
 ήπια της λησμονιάς μεταλαβιά
      
     κι αντίδωρο συγχώρεσης
       απ' του Ποιητή το χέρι. 
                                                                        





































              ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΟ


  
        Δεν είναι απαραίτητο
          να έχεις στόμα για ν' ακούγεται
                                              η φωνή σου.
         'Οπως και να έχεις μόνο μάτια
                                           για να βλέπεις
          ή να βγαίνεις στη μέρα
          κι ύστερα από λίγο
                          να τη φωνάζεις μεσημέρι
          ή κι απομεσήμερο.

          Δεν είναι απαραίτητο
                        να είσαι άνθρωπος
            ( αχ αυτή η οντοφάνεια)

          όπως δεν είναι απαραίτητο
                               για ένα πουλί
                               να τραγουδά
                               για να υπάρχει.

             






    
                            


                                                                                                                                                                                             
 
                                        O ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΚΑΡΠΟΣ
                                         


                                          Κι είδε ο ποιητής
                                          πέφτοντας απ' το φως
                                          στο σκοτεινό πηγάδι

                                          πουλιά γυμνά
                                          παιδιά ναν σε κλουβιά
                                          τις κόρες του αχτένιστες
                                          και του καιρού τ' αφεντικά
                                          μαζί με τους αποθαμένους
  
                                                 Να δαγκώνουν
                                             τον σκοτεινό καρπό
                                          απ' της σκιάς το δέντρο.


      
                                                                                
                          












                   Ο ΙΟΥΔΑΣ


   
  'Αστον τον Ιούδα
                         τον προδότη
      που σπάει του φωτός τ' αβγά
      που ζευγαρώνει με τους ίσκιους
      και μες στη νύχτα της ψυχής
                         γεννοβολάει σκοτάδια.
      Που φυλάει τα μάτια των τυφλών
      μη και ξυπνήσουν πάλι
      και μες στον ύπνο των παιδιών
      τα όνειρα τους κλέβει.

     'Ασε το παράσιτο του σύμπαντος
      και κάθε φορά να τρέχεις
                πιο δυνατά
                        πιο γρήγορα
                                   πιο πέρα
 
             απ' το ψευτοφώς του.

         





















                        ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΟΥΡΑΝΟΥΣ


                                           Εμπρός
                                            στους δρόμους
                                                       στους δρόμους
                                            για τους ουρανούς.

                                            Εμείς
                                                  με τ' άπειρο
                                                             και το κενό.















                   
                             H  ΑΡΡΩΣΤΙΑ


                 Σ' αυτό το δέντρο τ' ουρανού
                 πως τρέμουν τα κλαδιά του
                 πως πέφτουν τ' άστρα σαν καρποί
                 πως τρέμει το σπιτικό μας
                 κοιμούνται οι ζωντανοί νεκροί
                 και μες σε παγίδες όνειρα
                 πως ζουν οι πεθαμένοι.

                 Φεύγετε
                 να φεύγουμε
                
                 απ' όλα αυτά τα μίζερα
                 τα πεθαμένα κι άδεια
                 απ' το μεγάλο τρωκτικό
                 που τρώει αυτόν τον κόσμο
                 μακριά απ' αυτό που διώχνει
                              το μέγα όνειρο
                 την αρρώστια αυτού που δεν υπάρχει.


                      



















      
        ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΜΑΓΙΚΑ


      Κι έτσι αρχίζει ο κόσμος
      όπως όταν κοιμάσαι
      αφού αφαιρείς τον εαυτό σου
      και υπάρχεις στα πάντα
      στην απουσία σου.

      Τίποτα δε λείπει
      τίποτα δεν περιττεύει
      όλα καταλαμβάνουν το χώρο τους
      στο κενό της ζωής και του θανάτου
      σ' ερωτήσεις της ανάμνησης
      και σ' απαντήσεις λησμονιάς.

     'Ολα είναι μορφές
      παρουσίας κι απουσίας
      ένα κενό στο τίποτα
      κι ένα κενό στο όλο
      σε πράγματα που υπάρχουν
      κι ύστερα δεν υπάρχουν
      που στο τέλος γίνονται όνειρα
      γίνονται φωνές και λέξεις
      κι ας τα ρίχνει ο θεός άνεμος
      σα ξεραμένα φύλλα.













   






      ΧΩΡΙΣ ΑΡΧΗ ΚΑΙ ΤΕΛΟΣ


         Η αυγή κοιμάται
       κι ειν' όλα ανολοκλήρωτα
       για νά'ρθουνε στο φως.

       Παρ' όλα αυτά
       τίποτα δε χάνεται
       ούτε αυτό το τέλος των πραγμάτων.

       Σ' αυτό το λαμπερό κενό
       βρίσκεται ίσως ότι αναζητούμε
       σ' αυτό το τίποτα ενός θεού
       που ακουμπά στο όλο.

       Ούτε θ' ανέβουμε ποτέ
       ούτε θα κατεβούμε
       κι αφού μια υπάρχεις
       κι ύστερα δεν υπάρχεις
     
       κυλά ο ποταμός της ύπαρξης
       και γύρω απ' το κέντρο του παντός
       σαν το καθάριο το νερό
       χωρίς αρχή και τέλος. 









                                       






         
             ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΥΓΚΟΥΛΟΣ


               Ως εδώ έφθασε η ζωή σου
               ως εδώ κι ο θάνατός σου
               μα αν πλησιάσεις τ' ανώφλι τ' ουρανού
               με κλαδί βασιλικού
               και μ' ένα ματσάκι δυόσμου
               οι σκιές που θε να'ρθουν
               στο συναπάντημά σου
               τραγούδια θα σου πουν της μνήμης
               τραγούδια της φωτιάς.
               Kι αν σφάξεις το κόκκορα του χρόνου
               μπορείς ακόμα να θυμηθείς
               τι είχες και τι έχασες
               τι δε θα επιστρέψει
               και θα ξεχάσεις
               αυτά που τώρα δε ξεχνάς
               που δε θα λησμονούσες
               όλες τις πόρτες τις κλειστές
               κι άλλες που δεν ανοίξαν
               κι αφού ανηφορίσεις
               τα σκαλοπάτια του κενού
               και δε καθίσεις πάλι
               στου ήλιου το κατώφλι
               αφού αγγίξεις για τελευταία φορά
               το τείχος της ζωής και του θανάτου
               θε να περάσεις της σκιάς το φως
              στο φως τ' αληθινό
             

                Και τότε θάρθει γλυκά το όλο
               να πιεις από το χέρι του τ' αθάνατο νερό
               να πιεις το φως του απείρου.

















                                                                  
                                                      ΤΑ  ΠΑΙΔΙΑ


                                    'Ομορφα πούναι τα παιδιά
                                       όμορφα σα λουλούδια
                                     μα είναι μαύροι οι καιροί
                                      και σάπια τα τραγούδια.

                                  Γι' αυτό καρφώσαν τ' όνειρα
                                    στον ψεύτη τον καθρέφτη
                                    φόρεσαν ρούχα λησμονιάς
                                    κι έφυγαν σαν τον κλέφτη.





                                           















                                        

        ΜΑΥΡΕΣ ΟΙ ΤΡΑΠΕΖΕΣ ΚΙ ΟΙ ΨΥΧΕΣ ΣΑΣ


 
             
    Ο χρόνος φεύγει σαν αστραπή 
                 γυρίζει μες στον ήλιο
                 έχει τη γαλανή του φορεσιά
                 μα ειν καβάλα σε μαύρο άτι.
   
                 Κόβει τις ρίζες απ' τους ανθούς
                 τους γέρους απ' το τραγούδι
                 τους έρωτες απ' τις κοπελιές
                 κι απ' τη ζωή τους νέους.

                 Τι να τα κάνω τα χρυσά
                 και τα διαμαντικά σας
                 αφού κλειστά ειν τα μάτια σας
                 κι οι ψυχές που θάψατε
                 στις τράπεζές σας μαύρες
                 
         Γι' αυτό φόρεσα δαχτυλίδι τα πουλιά
                     και φεύγουμε αντάμα.























  
             ΕΧΩ ΕΝΑ ΑΣΤΡΟ ΑΔΕΡΦΟ



             Μαύρα πουλιά φανήκανε
             από βαθιά σκοτάδια
             και πείραζαν τον ουρανό
             τον κήπο της αγάπης
             πείραζαν τις αγάπες μου
             κι όλες τις αδερφές μου
             και γω να γράφω στο νερό
             που ψήλωνε γαλάζιο.
    
             Μα ένα πουλί πικρό πουλί
             κράταγε το φεγγάρι
             κι οι λυπημένες λέξεις μου
             έτρεμαν από το κρύο φως του.

             Φύγαν τ' αστέρια μονομιάς
             κι έμεινα να κλαίω
             με σταυρωμένα χέρια

             μα ήρθε τ' άστρο της παρηγοριάς
             που βγήκε απ' το ποτάμι
             άστρο γλυκό σαν το φιλί
             και σαν το πρώτο χάδι
             ήρθε κοντά μ' αγκάλιασε
             σα νάταν αδερφός
             και σαν παλιός μου φίλος
             κι ο κήπος επλημμύρισε
             με  μυριάδες άστρα.


 






                           




                                  

       ΣΤΗ ΜΑΧΗ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ ΜΟΝΟ
                ΑΠΟ ΕΡΩΤΑ ΠΗΓΑΙΝΕΙΣ



                  Το βουνίσιο το φεγγάρι
               σα φλουρί , σαν κεχριμπάρι
               κάνει στο λαιμό σου τρίλιες
                 και ξυπνούν ανατριχίλες.

               Παίζει μες στα δυο σου χέρια
                που με κόβουν σα μαχαίρια
              και στα δυο σου μαύρα μάτια
                που καλπάζουν σαν τ' άτια.

                    Κι έτσι όπως γαλανίζει
                    το βραδάκι και φωτίζει
                 γκρέμισα θεούς και κάστρα
                 να κορφολογούμε τ' άστρα.























       
                   ΣΤΗ ΓΗ ΕΙΝ' ΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ
                                            
                                                        στην κόρη μου


                     Χελιδόνι , χελιδόνι
                  η αγάπη σου με σώνει
                  αφού έπεσα απ' τον ουρανό
                  μες στον μαύρο τον καιρό.

                  Τα κλειδιά τα πήραν άλλοι
                  πιο τρανοί και πιο μεγάλοι
                  ήπιαν τ' αθάνατο νερό
                  και μ' αφήσαν ορφανό.

                  Μα στη γη ειν' οι αγγέλοι
                  τρων καρπούς και πίνουν μέλι
                  και φτιάξανε με τα πουλιά
                  μια φωλιά για τα παιδιά.

                  Κι αν περάσαν χρόνια μήνες
                  μακριά απ' τους κηφήνες
                  τίποτα δε θέλουν πια
                  κι ας καούν μες στη φωτιά.


                 

                                          
                     













               




  


               Η ΜΑΥΡΗ ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ
          


           Καλωσήρθες μαύρη πεταλούδα
           απ' τα μαβιά νερά
           που τα βρήκες τα κλειδιά
           κι άνοιξες την κλειδωνιά ;

         -'Ημουν μες στη γη βαθιά
           με τη νύχτα στα φτερά
           κι άκουγα του φεγγαριού τα γέλια

           και τα μαύρα τους βαγγέλια
           που με σκίζαν σα φραγγέλια.
          'Oμως μια νεράιδα απ' τα παλιά
           μια γαλάζια Παναγιά
           δε μου'δωσε κλειδιά
           μον' έσπασε τά σίδερα
           και βάζει φωτιά στο σήμερα.









                                                  
                                                                           



         ΟΛΑ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ


                        Κανένας ψίθυρος
                     καμιά φωνή
                     κι η σιωπή μεγάλωσε
                     έγινε πιο βαθιά.
                     Η νύχτα άνοιξε σα λουλούδι
                     κι όλα έχουν γυμνωθεί.

                     Να γέρνεις αυτή την ήρεμη ώρα στον κόσμο
                     όπου το κάθε πράγμα υπήρχε από πάντα
                     και τίποτα δεν απαιτεί εξήγηση
                     άρα δεν υπάρχει τίποτα να σκεφτείς
                     έρχεται από μόνο του.
                     Το φεγγάρι τρέχει στη δύση του
                     τα δέντρα γύρω είναι για σένα
                     όλη η νύχτα είναι για σένα.
                    'Ενας εαυτός που ακουμπά στον εαυτό σου
                     κι όλα γίνονται σύμφωνα με το σχέδιο.

                    'Ετσι βυθίζομαι μες στον ουρανό σου
                     φτερό θαρρείς
                     μετέωρο στο τίποτα
                     και γελώ
                     γελώ                    
                          και κλαίω
                   
                     κι έπειτα σιωπώ
                     σιωπώ
                     και τίποτα δε λέω.
                    
   
   










              



      ΝΑ ΜΗΝ ΕΙΣΑΙ ΤΟΥ ΚΑΝΕΝΟΣ Τ ' ΟΝΕΙΡΟ


      Κάτω απ' το χρόνο τον σκληρό
      και τις κραυγές της νύχτας
      πρέπει να βρεις κάτι ν' αντέξεις
      μακριά από τρομακτικούς θεούς
      κι ανθρώπους.
      Κάτι που ν' αντιστέκεται στην κακοκαιρία
      του κόσμου
      πριν μας σκεπάσει η ομίχλη της ανυπαρξίας
      έτοιμοι πάντα να δραπετεύσουμε
      σε κάθε ευκαιρία
      πριν χαθούμε σαν άχρωμα χαλίκια
      σα μιαν ανάμνηση πικρή
      σε μια σιωπή χωρίς σιωπή
      σε μια φευγαλέα πνοή
      σα μιαν ανάσα τελευταία.
    
      Κι όμως το κενό σου μιλάει
      με φωνή απείρου
      μπορεί να κάνεις το ακίνητο άλμα
      στο πουθενά που είναι όλα
      έτσι να μην είσαι του κανενός τ ' όνειρο
      παρά μόνο το δικό σου
      σαν μια ερημωμένη αγάπη
      σαν ένα σπασμένο κοχύλι

      σαν ένας βράχος γυμνός
      ή σαν ένας φωτεινός ίσκιος
      κάτι που ν' αντέχει ακόμη και στο θάνατο.


                
                            

  













                                                                     

                                                       ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΠΑΝΤΑ


                                                 Η ποίηση πάντα  
                                                    η ζωή πάντα
                                                 να ξυπνάς πάντα
                                                Ο Θεός σου πάντα
                                                 ο ποιητής πάντα
                                                να φεύγεις πάντα
                                                 το ποίημα πάντα
                                                 Κι η αγάπη όλα.





                                                                                         









                                                                            









          ΟΛΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΑ ΞΑΝΑΦΤΙΑΞΟΥΜΕ


                  Σπάσε τις λέξεις
                σα θραύσματα κρυστάλλων
                της φωνής του φωτός και της σκιάς
                γιατί είναι η εξαπάτηση της ομιλίας.
                Μπορείς ακόμα να θυμηθείς
                το ξεχασμένο τραύλισμα του κόσμου
                τ' αρχικά πράγματα του όλου
                όταν ήσουν μαθητής της ενότητας
                που είναι τόσο ταπεινή
                πιο ταπεινή κι απ' τα κομμάτια
                που προηγούνται του απείρου.

              ' Ετσι προηγούμαστε της ύπαρξης
                που δε τελειώνει ποτέ
                σα να υπήρχαμε από πάντα.
               'Ολα αυτά υπήρξαν και υπάρχουν
                σαν πράγματα της νοσταλγίας
                ή μπορεί και να μην υπήρξαν
                παρά μόνο σαν όνειρο
                μα τώρα πρέπει να τα ξαναφτιάξουμε.  
              
                Μονάχα η ύπαρξη μπορεί
                να σε γλιτώσει απ' την ύπαρξη
                όλα τ' άλλα είναι σαν ίσκιοι
                που σιγά-σιγά θα σβήσουν.
               
















                   ΣΑ ΔΥΟ ΑΣΤΕΡΙΑ


                'Ενα αστέρι για σένα
              ένα αστέρι για μένα
             και τα δυο κρέμονται
                από διαφορετικά
               τ' ουρανού κλαδιά

        ωστόσο ο ίδιος του θανάτου
                        άνεμος
          θα μας σβήσει και τα δυο.


























               ΔΕΣΜΙΟΣ ΤΟΥ ΜΥΑΛΟΥ


                 Δέσμιος του μυαλού
                 Βορείως του σοφού
                 Και νοτίως του τρελού
                   Η ζωή
                       Τελικά
                           Μέσα μου
                               Κουράζεται
                                          Να
                                               Ζει.
 
                       'Εχω Αυτότητα
                                  Ή
                           Ταυτότητα ;




















                           ΕΠΑΝΕΚΚΙΝΗΣΗ


          
     Φιγούρες ίσκιων
               παντομίμες  στο σκοτάδι
               χωρίς ποτέ να συναντιόμαστε
               κατά τύχη αγγιζόμαστε
               κι ύστερα σβήνουμε σαν τον καπνό
               που χάνεται στη νύχτα.
               Κι ο ίσκιος γίνεται άνθρωπος
               κι ο άνθρωπος πάλι ίσκιος
               παράλογα ηττημένος
               και πάντα πεταμένος
               στ' άχρηστα του κόσμου.

              'Ετσι άδικα σα ζώα
               στο μάντρωμα του σύμπαντος
               κατεβαίνουμε σκαλί σκαλί
               αστέρι το αστέρι
               τα επίπεδα της νύχτας
               ώσπου να μείνουμε γυμνά
               κουρέλια του φωτός
               δίχως ζωή και δίχως Λόγο
               στ' αρπαχτικά του σκοταδιού τα δίχτυα.

               Πρέπει το δέντρο να επιστρέψει στο δάσος
               ο άνθρωπος τον εαυτό του στον μη-Εαυτό.
               Πρέπει το λόγο να επιστρέψει ο ποιητής
               η μουσική στο θόρυβο των πραγμάτων
               κι ο κόσμος να επιστρέψει τις μορφές του.

               Πρέπει όλα να επιστραφούν
               και να τ' αποκτήσουμε εκ νέου
               πιο νέα και πιο φωτεινά
               γιατί κανείς δε φαίνεται
               κανένας δεν υπάρχει

               Για να μας λυπηθεί
               να μας τα δώσει πάλι.
                           
      
                                 


                                                 





                                            

                                                     



              ΤΑ ΣΚΟΤΕΙΝΑ ΚΑΡΦΙΑ


     
     Στην καρδιά
          του αναστοχασμού σου
          Ματοθεό ξύπνα
          αφού όλα έχουν ήδη τελειώσει
          κι έχουν όλα ειπωθεί
          ένα όνειρο που έχει ολοκληρωθεί
          Κατεύθυνση καμιά
          κανένας δρόμος δεν ειν' για σένα
          αφού είσαι εδώ
          κι αυτό φανερώνει
          πως είσαι σε κάθε περίπτωση χαμένος
        
          και κατακομματιασμένος
        
          Αφού τα σκοτεινά καρφιά
          καρφώθηκαν στο σώμα σου
          για πρώτη
                       και τελευταία φορά.
        

            

                   
















                      ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΑΥΤΟ ΜΠΟΡΕΙ ΚΑΙ ΝΑ ΜΕ ΣΩΣΕΙ


                            Ξέρω πως αυτός που είμαι
                        δεν υπάρχει
                        σ' αυτήν την ουράνια πλήξη των αστέρων
                        όπως η ιστορία της κάθε μέρας
                        που επαναλαμβάνεται στο μυαλό μου
                        σαν όνειρο ενός ψεύτη ύπνου.

                        Οι σκέψεις μου
                        ειν' ένας πόλεμος
                        ανάμεσα στο νου και τον ουρανό.

                        Γι' αυτό ο ποιητής
                        ανήκει στο φως
                        κι ας τον ρίχνουν στο σκoτάδι.

                        Και σφίγγω την άκρη του μαξιλαριού
                        στο στήθος μου
                        σε βουβή απραξία
                        καθώς βλέπω μες στη ψυχή μου
                        σα να βλέπω
                        μέσα στη ψυχή σου
                        και
                               β
                                   ο
                                       υ
                                           λ
                                               ι
                                                  ά
                                                      ζ
                                                         ω
                      
                         μέχρι να βγει ο ήλιος το πρωί
                         μια πλανερή μορφή
                         μια πλάνη που μου μοιάζει
                         όραση και τυφλότητα μαζί
                         μέσα στο μάτι.

                         Κι όμως το ποίημα αυτό
                         μπορεί και να με σώσει
                         να με στείλει πίσω στην καρδιά
                         σ' αυτήν την άσπιλη αρχή
                         σ' αυτό το αθώο τέλος.
                    
                             
                     
                      
















             ΠΟΙΗΜΑ ΓΡΑΜΜΕΝΟ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΠΕΤΡΑ


            
   Ποίημα γραμμένο πάνω στην πέτρα
              με της σιωπής το χέρι
              γιατί η ψυχή σου
              πρέπει να υπομένει το άγνωστο
              όπως ο ποιητής το ποίημα.

              Ανασαίνεις κι ανατριχιάζει η σκιά
              γυρίζεις
                         και γυρίζει τ' όνειρο
              και μια μεγάλη γλύκα
                         σε πλημμυρίζει μέσα στην καρδιά
              και σκάει ανεξίτηλο το γέλιο σου
              σε μια γη που την τραγούδησες.
              Γιατί από κει μπήκε η ζωή στον κόσμο
              κι ο κόσμος σου μπήκε στη ζωή
              μ' άλλες αγνές ψυχές
              έτοιμες να ξαναγεννηθούν
              όπως οι νύμφες πεταλούδες
              που εγκαταλείπουν το κουκούλι τους
              λευτερωμένος απ' τη φυλακή της ανάγκης
              σαν 'Αγιο φως και σαν ουράνια δίνη
              που διακλαδίζεται σαν κληματαριά
              σ' άστρα και γαλαξίες
              χωρίς αρχή και τέλος.
              Κι άσε το χρόνο να γαβγίζει
              και το θάνατο να ογκανίζει
              αφού θα βρίσκεσαι πια
              στο κέντρο της ζωής
              στο κέντρο της αλήθειας.
               

                                     

    














                                           ΔΩΔΕΚΑ  ΧΑΊ'ΚΟΥ
    
           
                                      Πετούν τα πουλιά
                                      μα εκεί στον πόλεμο
                                      πετούν κι οι ψυχές.

                                                   *

                                      Στο πρόσωπό σου
                                      σαν σε καθρέφτη μέσα
                                      βλέπω εμένα.

                                                   *

                                     Πάλι σήμερα
                                     ο εαυτός μου κι εγώ
                                     στο ίδιο έργο.

                                                  *

                                     Κάποιος νίκησε
                                     ένας άλλος έχασε
                                     σιγά το πράμα.

                                                  *

                                    Πίκρα κι ερημιά
                                    μεσ' στου κόσμου την καρδιά
                                    και πως ν' αντέξεις.

                                                  *

                                    Περνούν τα χρόνια
                                    ξέρω πως μεγαλώνω
                                    κι όμως σφυρίζω.

                                                  *

                                   'Αστρα και λόγια
                                    στον καθρέφτη τ' ουρανού
                                    ζωγραφισμένα.

                                                 

                                                    Στo Φ. Γκ. Λόρκα

                                    Τα πουλιά θρηνούν
                                    πέθανε ο ποιητής
                                    στο μαύρο ρέμα.

                                                 *

                                    Φτωχός ζητιάνος
                                    αστέρια για σεντόνια
                                    τον σκεπάζουνε.

                                                 *

                                  ' Οπου και να πας
                                    πάλι εδώ θα είσαι
                                    σαλιγκαράκι.

                                                 *

                                   Τρέχα όνειρο
                                   κι εγώ μεσ' στον ύπνο μου
                                   θα σε προλάβω.

                                                 *

                                   Γύρω αντάρα
                                   μα να στο βάθος πετούν
                                   πουλιά και βάρκες.


                                   
           
           

              

                                   











      ΣΙΩΠΗ ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ


                     Σιωπή
                          στα
                             μάτια
                                  σου.

           Θα μπω εκεί που κανείς δε μπήκε

                              στη
                                 σιωπή.
  

   

        




























                 ΕΙΣΑΙ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΜΕ ΦΩΣ



        Πάντα φεύγεις γι' αλλού
        Δε μένεις ποτέ στο ίδιο μέρος
        Ξαναβρίσκεσαι στην άπειρη παρουσία του Παντός
        Ξυπνάς το παιχνίδι στο αιώνιο λίκνο του τώρα
        Ο χρόνος εiναι σαν ένα φτερό στην παλάμη σου
       'Ενα πούπουλο φωτός που πετά.
        Εφευρίσκεις τα πάντα μόνος σου
        Βρίσκεσαι όπως ο Θεός στην πρώτη γνωριμία
        Με τον Εαυτό του.
        Ο κόσμος αδειάζει απ' το βάρος του
       'Υστερα όλα χορεύουν
        Ο χρόνος
                   Τ' αστέρια
                                Η σκόνη που αιωρείται στο κενό.

        Οι σκέψεις μετακινούνται μαζί σου
        Είσαι μια ψυχή που ψάχνει να βρει το σχήμα της
        Σαν το φως μες στην ουσία του Θεού.

        Υπάρχουν χιλιάδες ουρανοί μες στον ουρανό σου
        Χιλιάδες μέρες μέσα στη μέρα σου.

        Τρέχεις σ' όλους τους δρόμους για να μη χαθείς
        Ο άδειος λόγος δεν έχει αντίκτυπο πάνω σου
        Γλιστράει κάτω απ' τα όνειρά σου
        Τρέφεσαι με τη φωτιά
        Φεύγεις μ' αυτό που φεύγει
        Αγγίζεις τόσο τ' αστέρια όσο και τα έντομα
        Τα φύλλα των δέντρων
                                       Tα πρόσωπα τ' απείρου.

        Δε σβήνεις ποτέ μέσα σε μια σκέψη
        Είσαι τόσο ελαφρύς όσο ο αέρας που πίνουμε
        Ο ουρανός που τρώμε.

        Είσαι μια απάντηση με φως
        Υπάρχεις μόνο σαν παρόν.

        Σε αναμονή του Θεού είσαι κιόλας ολόκληρος θεός
        Πας μέχρι το τέλος του κόσμου
        Μεθυσμένος απ' το κρασί τ' ονείρου.


        


                                






                                                              




 ΕΤΣΙ ΚΥΛΑΕΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ

 Οι στιγμές μου με βιολετιά βήματα
 χάνονται στον ουρανό.
 Ο κήπος μου μικρός
 κι η μοναξιά μου απέραντη.
 Η βροχή τραγουδά με λυτά μαλλιά
 και τα δέντρα άνοιξαν τα μάτια
 να γνωρίσουν τον εαυτό τους.
 Μέσα μου τα γνωρίζω
 και μέσα τους με σκέφτονται
 μέσα μου διαρκούν
 και μέσα τους περνάει ο άνεμος
 και γονατίζουν τα λουλούδια.
'Ετσι κυλάει ο χρόνος
 όπως η σιωπή στην πέτρα
 σε κάτι που δεν έχει αρχή
 σε κάτι που δεν έχει τέλος.
 



 ΞΑΝΑΜΠΑΙΝΩ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ


 Κομμάτι κομμάτι μοιάζω
 να ξαναμπαίνω στον κόσμο.
΄Ελα ήλιε
 εσύ που κάνεις τα δέντρα
 να μεταμορφώνονται σε μεγάλα
 άνθη της φωτιάς
 κι ο χρόνος να γίνεται σκόνη
 άσε με να πιω
 από το χέρι σου
 φως και νερό
 απ' τις πηγές τ' ουρανού
 κάτω από ρίζες μυστικές
 κάτω από πέτρες λαμπερές
 ενώ θα ηχούν
 οι χρυσές σου καμπανούλες.



 


               
 ΜΟΝΟ ΤΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ

'Οντας ραβδοσκόπος των καιρών
 και αγαλήνευτος συνάμα
 τώρα που ο καρπός είναι τυφλός
 και το δέντρο είναι που βλέπει     
                  
 κατάλαβα

 ότι σ' αυτήν τη μαύρη εποχή
 που τα μάτια μου μπορούν   
 ακόμα να βγάλουν κραυγή

 μόνο τα λουλούδια

 ζευγαρώνουν
 με την επανάσταση.



 


  ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΚΟΙΤΩ

 Τα σύννεφα κοιτώ
 σύννεφα στρογγυλά και πορφυρά
 τη θάλασσα τη γαλανή
 τις χαραυγές κοιτώ
 και τα χρυσά τα δειλινά.
 Το κίτρινο φεγγάρι που μάζεψα
 απ' το πράσινο κλωνάρι
 τη ρόδινη φωτιά κοιτώ
 και το λευκό το χιόνι
 τ' άστρα και τον ουρανό
 των λουλουδιών τον ίσκιο
 ακόμα και το ποίημα κοιτώ
 κι αυτά που χάνονται μες στην καρδιά

 τις λέξεις μου και τα πουλιά.

 
 


 ΑΣΧΟΛΟΥΜΑΙ ΜΕ ΤΟ ΕΛΑΧΙΣΤΟ

 Ασχολούμαι με το ελάχιστο
 γίνομαι μάρτυρας μιας μικρής λέξης.
 Προσπαθώ να την αφουγκραστώ
 να την κρατήσω δυνατά στην καρδιά
 μη και μου ξεφύγει.
 Από κάτω η άβυσσος.
 Για να μην γλιστρήσω
 κρατιέμαι απ' αυτή τη λέξη
 εδώ και τόσα χρόνια
 κι εκείνη βαστάει
 σαν από θαύμα βαστάει
 να μην πέσει το ποίημα
 και με τσακίσει.



 


 ΠΑΝΤΑ ΕΙΜΑΙ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΙΜΑΙ
                                                                            
'Οταν κοιμάμαι
 είμαι.

'Οταν ξυπνάω
 είμαι το ίδιο.

 Πάντα είμαι
 αυτό που είμαι.

 Μια θλίψη
 στο μυαλό μου
 και το σύμπαν.





 ΣΤΟΥ ΗΛΙΟΥ ΤΟΝ ΚΗΠΟ

 Κά              σμα
     νεις    πεί     τα
            
                                    
                              
          Και
                    πο
 στου                 κή                           
      ή            τον
          λιου
                           
                               
                 
 παι             δί      τα.
         χνι         σμα





 ΡΟΥΧΑ ΑΠΟ ΦΩΣ

 Ρούχα από φως
 φοράει η ψυχή μου
 και τραγουδάω.
                                   




 Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ ΚΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ

'Εσπασε ο καθρέφτης
 όπως η καρδιά του.
 Εκατό πηγές τα δάκρυα
 χίλια βουνά ο πόνος.

  

 
 

 ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΤΣΑΡΟΣ
                                                         
 Πάντα
 μια ζωή στη γυμνότητα
 ταιριάζοντας εξαρχής
 με το τίποτα
 έτσι ελεύθερα και άγρια
 σ' αυτό το μηδέν του όλου
 ανακαλύπτοντας τα πράγματα
 πάλι σαν την πρώτη φορά.

'Ετσι κινείσαι και στέκεις
 μες στον πανάρχαιο χρόνο
 αφού είσαι η μπίλια
 κι η στέκα μαζί του μπιλιάρδου
 βλέποντας κι από μακριά το παιχνίδι.

 Μπορεί να γίνουν τα πάντα εδώ
 μπορεί και τίποτα
 καθόλου δε σε νοιάζει.

 Κοιτώντας το τίποτα
 είναι σαν να τα βλέπεις όλα.   



     


 ΝΑ ΦΥΓΕΙ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ Η ΣΚΟΝΗ                                                            
 
                                                στον Νίκο Γκάτσο

 Σαν την πρώτη μέρα του κόσμου
 κι όλα σωπαίνουν.
 Σχίζει το βράχο η φωνή σου
 βαθαίνει η γλύκα στην καρδιά.
 Μαύρο κοράκι στο νερό
 κλαδί ανθεί πιο πέρα.
    
'Ο,τι έχει μείνει στον ουρανό
 τα πήρε τ' όνειρο της μέρας.
 Πυράκανθοι στα χέρια σου
 ανάβουν μικρές φωτίτσες
 κι απ΄την κραυγή του γερακιού
 ανάβει αστροπελέκι.

 Εκεί που τα δέντρα χάνονται
 φυτρώνει θυμάρι κι άγρια μέντα
 κι ένα τραγούδι από φως
 στα μάτια σου ξυπνάει.

 Η μέρα σε γέμισε φιλιά
 σε γέμισε λουλούδια
 κι έφερε δάκρυα χαράς
 να φύγει του κόσμου η σκόνη.
 
  


 


 ΕΜΕΙΝΑ ΜΟΝΟΣ ΜΟΥ ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ
     

 Με αγάπη γέμιζα μητέρα
 την καρδιά σου
 μα δεν ήταν τυχερό
 να σε γλυτώσει
 παρά να με ματώσει.

 Έφυγες ξαφνικά
 καβάλα σ' άσπρο σύννεφο
 κι έμεινα μόνος μου στον κήπο
 τη μέρα που κοκκίνισαν τα μήλα.
        

                                                                 
 


 ΘΑ ΜΕΙΝΩ ΑΓΡΥΠΝΟΣ



 Μια παγερή σελήνη πάνω στα μάτια μου
 ο άνεμος των άστρων στρώνει την αυλή μου
 με σμαράγδια.
 

'Ερχονται νυχτοπεταλούδες απ' τα βάθη της νύχτας
 κι εγώ μαζεύω σφένδαμους υγρούς απ' τη δροσιά.

'Επινα κρασί όλη τη νύχτα
 τα μεθυσμένα μάτια μου
 έχουν θαμπώσει τα λουλούδια.

 Σταμάτησα πια να παίζω με τις λέξεις
 κι έχω χάσει το δρόμο που με πάει στον ουρανό.

 Θα μείνω άγρυπνος
 ν' αφουγκραστώ τα δάκρυα των τριζονιών.    



 




 ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗ
        

 Σ΄ ακολουθώ
 ανάμεσα στις όχθες του καλοκαιριού
 κάθε ανθός και ύμνος
 κάθε πέτρα κι ευχή.

 Σε ακούω
 σε διακρίνω

 σκιά απελευθερωμένη απ' την τροχιά της
 να ξεκινάς την περιπλάνηση
 σαν φύλλο στον άνεμο
 σαν πουλί που φλέγεται στο μεσημέρι
 τεμαχίζοντας σαν άρτο τις ώρες
 κοινωνώντας το φως στα μάτια
 μέσα στη μέθη και τη βραδύτητα της μέρας.

 Πάνω ο ήλιος είναι η αρχαία σου φυλακή
 μα κι η αληθινή σου σωτηρία
 σαν θάνατος γιορτή και άσμα.

 Χάθηκες
 μα η περιπλάνηση ήταν μέσα στο σώμα σου
 το σώμα είναι ο ουρανός σου
 το σώμα είναι ο δρόμος σου
 το σώμα είναι ο περιπλανώμενος λίθος
 του μέλλοντός σου.
 


 


 ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
                                                                  
                                        Στον  Carlos Castaneda

'Ενα πρωί ξύπνησα
 με το φως και τις νεροσταγόνες
 πάνω στο φύλλο του κόσμου.
                        
 Ο Carlos Castaneda ήρθε
 κι έλυσε τον σκοτεινό τον κύκλο
 στο όλο και το τίποτα.

 Εδώ ο χρόνος έφυγε
 κι ο χώρος δεν υπάρχει
 ούτε το πνεύμα ούτε η μορφή
 Είμαι σαν τη φωτιά
 μες στην καρδιά του ήλιου.
     
 Διέσχισα τους μυστικούς δρόμους
 τ' ουρανού
 (Ελευθερία τους λένε)
 στο τέλος του χορού της νύχτας
 Τώρα  μόνος αντιμετωπίζω το είναι
                       
 Αόρατο πουλί πετά...



 
 


 ΒΟΤΣΑΛΟ
 

 Βότσαλο
 λείο                  
 λευκό
                                 
 κι αθώο

 σαλεύεις
 στο άτσαλο βήμα μου

 χαμογελάς
 στο μάτι της σελήνης.



 


 ΟΛΟ ΚΑΙ ΠΙΟ ΚΟΝΤΑ ΣΤΟ ΦΩΣ


'Ολο και πιο κοντά στο φως
 έφερα τη ζωή μου
 με στήθος προς το κυανό διάστημα
 με βήματα ελεύθερα
 προς το άπειρο τ' ονείρου
 με φωτοχυσίες και λάμψεις αστεριών
 γυμνός από έγνοιες επίγειες
 χωρίς το χρόνο να με βαραίνει
 ανάλαφρος σαν άνεμος της Παναγιάς
 ξαναγεννημένος μεσ' στον ήλιο
 σε βάπτισμα πυρός

 σαν αλήθεια
 έφερα τη ζωή μου
 σ' ένα ταξίδι ευφρόσυνο
 στις γειτονιές του πάνω κόσμου.



 


 NA ΓΥΡΝΑΣ ΝΑ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙΣ ΠΑΛΙ
             

 Να γυρνάς
 να επιστρέφεις πάλι
 σ’ αυτό το φως
 σ’ αυτούς τους καρπούς της γνώσης και της λησμονιάς
 με τη γεύση του χρόνου
 με το σώμα σου να πάλλεται στον ήλιο
 απέναντι στη θάλασσα
 με θέληση απολιθωμένη
 σ’ αυτόν το βράχο τον παλιό και τον καινούργιο
 που εξέχει απ’ τα νερά της γέννησης του κόσμου
 ανάμεσα σε ρίζες και σε χόρτα
 ανοιγοκλείνοντας τον ουρανό στα μάτια σου.

 Τώρα που η ψυχή εφύσηξε στο μέτωπο σου
 ζωή καινούργια.
 Τώρα που ο αέρας της αυγής
 έσβησε όλους τους αστερισμούς
 και η μέρα υπακούει στο ήπιο φως
 κι η πεταλούδα στην αγρύπνια.

 Έγινες σαν το διάφανο σπόρο της φωτιάς
 που καίει εδώ από πάντα.



 


 ΠΑΙΔΙ ΛΕΕΙ ΣΤΟΝ ΗΛΙΟ

                Στον Λάμπρο Σπυριούνη

 Στη Σαντορίνη
 παιδί λέει στον ήλιο
 παιδί να γίνει.



 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου