Ποιήματα VI




 Ο ΑΓΓΕΛΟΣ ΜΟΥ ΕΙΧΕ ΔΙΚΙΟ
                

 Πάντα σ' έναν ύπνο
 ξεκινάει για μένα μια καινούργια μέρα
 έπειτα μια σταγόνα πραγματικότητας
 ένα δάκρυ
 πέφτει πάνω στη λευκή ψυχούλα μου
 σαν το λάδι στη φωτιά
 και με μιας εξουθενώνομαι
 καταρρέω
 αναγκάζομαι να σταματήσω τα πάντα
 ν' αφήσω το κάθε τι μετέωρο
 να ξαναγυρίσω πάλι στον ύπνο.

 Ο άγγελός μου είχε δίκιο
 μεγάλωσα  καθώς ήρθα στη ζωή
 για να κοιμηθώ.
 Η ποίησή μου ήταν κομμάτι αυτού του ύπνου.
 



 


 ΒΡΕΧΕΙ ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ ΤΟΥ ΠΟΥΘΕΝΑ


 Βρέχει στον κήπο του πουθενά
 κι ο ουρανός μια άλλη άβυσσος βαθύτερη.

 Καθώς ταξιδεύω
 στη βροχή

 μ' ένα τίποτα
 απ' το τίποτα
 στο τίποτα

 είμαι πραγματικός
 όσο το κενό με σημαδεύει.

 Ο κόσμος είναι αληθινός
 σαν τ' όνειρο που κατοικώ.

 Μόλις σταματήσω να σκέφτομαι
  

 κήπος
 βροχή
 ουρανός
 και κόσμος

 Θα γίνουν ένα.



 


 ΣΑΝ ΟΝΕΙΡΟ


 Μέσα στους πολυσύχναστους δρόμους του κόσμου
 πλανιέμαι.

 Γλιστράω ανάμεσα σε διαβάτες βιαστικούς
 περνώ στη νύχτα σαν όνειρο
 το φεγγάρι φωτίζει
 το ακαθόριστο σχήμα μου.
 

 Θα πάω πάνω
 όχι πια κάτω να περπατώ στη γη
 θέλω να χάνομαι στο δρόμο τ' ουρανού.



 


 ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΡΟΤΟ ΤΗΣ ΑΥΓΗΣ
                                        
                                  Στον Κώστα Κρεμμύδα

 Μέσα στον κρότο της αυγής
 χάθηκε η φωνή σου.

 Πέφτει στα μάτια σου βροχή το φως
 και μες στις φούχτες σου ένα ποτάμι  γεμάτο φύλλα.

 Τα μελισσάκια παίζουνε
 γύρω απ' την καρδιά σου.

'Εχεις θυμάρι στα μαλλιά
 κεράσια σκουλαρίκια
 κι έναν ήλιο οδηγό
 που σε κρατάει απ' το χέρι.



 


 ΤΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΙΚΟ ΚΑΡΟΥΖΟ


 ΜΕΧΡΙ ΝΑ ΕΚΡΑΓΕΙ ΤΟ ΜΑΤΙ


 Μια ανάσα
 ένα δάκρυ
 πάλι ένα βήμα στη φωτιά.
 Συμβουλέψου τo αεράκι
 της καρδιάς σου
 τη γεωγραφία του ονείρου
 μέχρι να εκραγεί το μάτι.



 ΦΕΓΓΑΡΙΖΟΝΤΑΣ ΕΔΩ ΚΙ ΕΚΕΙ


 Φεγγαρίζοντας
 εδώ κι εκεί
 μετράς τ' άσπρα σύννεφα
 το θάμβος των ανθών
 τόσο διάφανος
 όσο το λαμπύρισμα της αστραπής
 στο ζόφο της ημέρας.
              


 ΣΟΥ ΔΟΘΗΚΕ ΕΝΑ ΦΘΑΡΜΕΝΟ ΜΑΥΡΟ ΦΩΣ

   
   
 Σου δόθηκε
 ένα φθαρμένο μαύρο φως
 ένα ασυγχώρητο σπίτι

 κι ένας ουρανός
 που όμως πάντα έλαμπε
 στα μάτια σου.

    


 


 ΕΤΣΙ ΘΑ'ΘΕΛΑ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ       


 'Ετσι θά'θελα τον κόσμο
 πεδίον παίζοντος παιδίου
 όπως ο Μότσαρτ κι ο Ρεμπώ.
 'Ισως είναι ο μόνος τρόπος
 για να χορεύεις στο κενό
 ένα κόλπο να στέκεσαι
 πάνω απ' την άβυσσο.



 


 Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ


 Απ' την καρδιά στο μυαλό
 σφυγμός που σκορπίζεται
 κι ύστερα εικόνα
 στα τέσσερα σημεία του φωτός.

 Η φωνή του αίματός μου
 η ανάσα της ψυχής μου:

 Το ποίημα.



 


 ΜΑΥΡΑ ΔΕΝΤΡΑ


 Μαύρα δέντρα
 λυπημένα

 Τόσα δέντρα πουλιά
 σφάχτηκαν κι απόψε

 Κοκκίνισαν τα ποτάμια
 σάπισαν τα βουνά

 Που θα πετάξεις τώρα ;
 που θα τραγουδήσεις πεταλούδα αηδόνι ;
  


 

                              
 Ο ΠΕΤΕΙΝΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ
 


 Τόσο πολύ έβρεχε λέξεις
 που κρύωσε ο πετεινός ποιητής μέσα μου
 κι άρχισε να φαλτσάρει.



 


 ΜΕΤΑΞΥ ΡΕΜΒΑΣΜΟΥ ΚΑΙ ΠΕΤΡΑΣ


 Εκεί όπου η μέρα τελειώνει μες στη νύχτα
 κουρασμένος από το ίδιο τούτο φως
 μεταξύ ρεμβασμού και πέτρας
                                
 περπατώ

 μ' ένα αναμμένο όνειρο στα μάτια μου.


 


 ΠΡΟΧΩΡΑΜΕ ΑΔΙΑΚΟΠΑ


 Προχωράμε αδιάκοπα
 απ' το ένα τίποτα στο άλλο.
  
 Το φως καθώς μας διαπερνά
 λάμπει από δάκρυα.
  



 


 ΜΕΧΡΙ ΤΟ ΑΠΕΙΡΟ


 Και πάνω
 όλο πιο πάνω ανέβαινα
 ανέβαινα και πήδαγα

 κι από τον έναν κόσμο
 στον άλλον πήγαινα

 μέχρι το άπειρο.  



 
 

 ΚΑΤΩ ΑΠ' ΤΟΝ ΜΥΣΤΙΚΟ ΗΛΙΟ


 Μες στον απέραντο ουρανό
 τίποτα δεν έρχεται
 τίποτα δεν φεύγει
 όλα είναι γυμνά
 μες στο φως.
 Με την όψη μου ακίνητη
 κάτω απ' τον μυστικό ήλιο
 μες στη σιωπή της μέρας
 όλα δεν φεύγουν
 αλλά επιστρέφουν
 στους δρόμους των χρωματιστών ανέμων
 ενώ λάμπει το κυανό διάστημα
 κι αυτό μου αρκεί.
 


 


 Ο ΨΙΘΥΡΟΣ ΜΟΥ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΑ ΑΣΤΡΑ


 Βαθιά ήταν η νύχτα
 όταν αχνά τη διαπέρασε η φωτιά
 κι ο ψίθυρός μου ανάμεσα στα άστρα
 έγινε κραυγή
 έγινε ένα γιγάντιο ηλιοτρόπιο
 στραμμένο καταπάνω μου
 ενώ έλαμπε
 η αθάνατη σιωπή τ' απείρου. 



 


 ΜΕΧΡΙ Ν' ΑΝΑΚΑΛΥΨΩ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΟΥ


 Ο άνεμος μόλις ξυπνά
 ανακινεί τα πρωινά φύλλα του φωτός.
'Ησυχα το σύννεφο έριξε τη σκιά του
 πάνω στο χρόνο των πραγμάτων.
 Μια αχτίδα ήλιου
 χαράζει σιγά το δρόμο της
 στα σύνορα της μνήμης.
 Μέσα στη σκοτεινή γραμμή του τίποτα
 χρειαζόμαστε ολόκληρη την πραγματικότητα
 για να γίνει πράξη η εικόνα.
 Κι όμως αδιαφορώ.
 Μέχρι ν' ανακαλύψω τον εαυτό μου
 δεν βρίσκομαι πια πουθενά
 μόνο σαν αστραπή  σε κάποιο όνειρο
 που θέλω για πάντα να κρατήσει. 



 


 ΕΚΕΙΝΗ ΤΗ ΝΥΧΤΑ

 
 Εκείνη τη νύχτα
 όταν έφυγε η μάνα μου
 ένιωσα μια ψύχρα στο πρόσωπό μου.
 Μια κραυγή διαπέρασε τον ύπνο μου.
"Μην κατεβαίνεις στο βαθύ χάσμα του κόσμου

 μάνα μου" 
 φώναξα
"Μην αφήνεις τα μάτια μου δίχως φως."
 Τότε ένας άγνωστος μαυροντυμένος άνδρας
 διέσχισε το όνειρό μου.
 Το στόμα του ήταν γεμάτο πυγολαμπίδες.
 


 


 Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΓΡΑΦΕΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ


 Ο ουρανός κατάκοπος κοιμάται στη γη
 κι εγώ ξεκομμένος απ' τους ανθρώπους
 κι απ' τον ίδιο μου τον εαυτό
 η μέρα μου έγινε ύπνος
 κι ο ύπνος μου έγινε φωτιά.
 φωτιά και στάχτη.

 Είναι η εποχή που ο ποιητής
 γράφει το τέλος του
 σε μια διαύγεια που είναι πληγή
 εγγύτερη στον ήλιο.



 


 ΚΥΡΙΕ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ

                              στον Σωκράτη Σκαρτσή


 Κύριε της σιωπής
 έσπασα το ελκυστικό μου κλουβί
 κι έτρεξα μες στην ευαίσθητη νύχτα
 σαν ένα γρήγορο ελάφι

 ένα τριαντάφυλλο θα γεννήσει αύριο την άνοιξη
 κι εγώ θα τραγουδώ στη χλόη.


 Παραλλαγή παλαιότερου ποιήματος.


 



 ΣΤΟ ΒΟΥΝΟ Τ' ΟΥΡΑΝΟΥ


 Σ' αυτό το καλοκαίρι της λύπης
 μάζευα κλωναράκια από ρίγανη και μέντα στο βουνό.
 Πέρα μακριά πετούσαν τα πουλιά
 σ' έναν ουρανό όλο και πιο κρύο
 που ο ήλιος μάχονταν με τα σύννεφα
 μέχρι να ματώσει.

 Ανέβηκα πιο ψηλά
 στο βουνό τ΄ουρανού
 πίσω απ' αυτό που όσοι ανεβαίνουν χάνονται
 κι ενώ έβλεπα κάτω στη γη
 την τσακισμένη μου ζωή
 Ξαφνικά ένας μικρός άγγελος
 μούσκεψε τα ρούχα του
 βγαίνοντας μέσα από ένα σύννεφο
 και μου χαμογέλασε.




ΣΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ ΚΩΣΤΑ ΚΡΕΜΜΥΔΑ

Βαθύ φως εκτυφλωτικό
στον υπολογιστή της μοναξιάς σου επάνω
όπου ο άγριος λόγος σου βογκάει
και το σώμα πάλλεται και δραπετεύει

Να διαρκείς
Να παραμένεις στο άπειρο της στιγμής
καρφωμένος στην αθωότητα της ματιάς σου

Τώρα που ο πλανήτης τρώει τα παιδιά του
και η αύρα της μέρας αναστενάζει
ν' απομακρύνεσαι παλλόμενος
αίμα αιώνιο , αναβλύζων φως
με την βάρκα της καρδιάς και του ονείρου
με μάτια γερακιού
στον ατέλειωτο ουρανό
όπου η φωνή σου αφήνει κρύσταλλα στον ήλιο
και μια αρχαία χαρά στο γαλήνιο μέτωπο αστράφτει

εσύ με τη ψυχή σου γελώντας
ξέχασε τον μάταιο κόσμο
αφού το άπειρο δεν σε βαραίνει

ποιητή Κώστα Κρεμμύδα.
  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου