Τίποτα δεν έχουμε να θυμηθούμε μόνο τη μέρα τ' ουρανού και της νύχτας το δρόμο τα πρόσωπα με τα φεγγαρίσια μάτια κι αυτούς που δεν κοιμήθηκαν ποτέ τή νύχτα.
ΔΕΝ ΤΟ ΠΕΡΙΜΕΝΕ Κάπως βολεμένος και στη νέα του κατάσταση βλέπει δίχως να τον βλέπουν και παίρνει δίχως να ρωτά ατιμώρητος ληστεύοντας ενέργεια από κορμί σε κορμί αυτός που ένσαρκος για δίκια ήταν αντάρτης.
-Τι θέλεις απρόσκλητη δαιμονισμένη ψυχή;
Εξοργισμένος του απαντά: -Δεν τον περίμενα τόσους και τόσους που τρυγώ αλλ’ εσύ πυρ απλησίαστο νάσαι.
Ποίημα Ζήση Οικονόμου απ' το Μικρό Ανθολόγιο [Επιμέλεια; Κώστας Κρεμμύδας]
ΜΕΝΩ ΕΔΩ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΜΟΥ Η μέρα ξεκολλάει τη νύχτα τη γκρεμίζει. Ο πετεινός ξυπνάει και ρωτάει την ώρα. Ο ήλιος ρωτάει για μένα αν τον καταλαβαίνω όπως τον κεραυνό το δάσος. Μπαίνει στα μάτια μου βγαίνει απ΄ το βλέμμα μου στο αίμα μου κοιμάται ξυπνά μες στη φωνή μου. Τίποτα δε σαλεύει ίσως είναι το καλοκαίρι που ξεχείλισε μέσα μου. Τίποτα δε χάνεται και παρ' όλα αυτά η ώρα μικραίνει. Εγώ πιο μόνος καρφωμένος στο κέντρο του παντός μένω εδώ στην αρχή μου. Αν είναι η αρχή μου αυτή η αρχή που ξεκινά μαζί μου μ' αυτήν αρχίζω σ' αυτήν διαιωνίζομαι. Ο χρόνος στ' άδεια του χέρια με κρατάει.
Σε είδα να περπατάς ωραίος θαλασσινός άγιος ανάμεσα σε ελιές που μιλούσαν ελληνικά και λεγεώνες τζιτζικιών που τραγουδούσαν το καλοκαίρι λουσμένος στις ευωδιές του αγέρα.
Στεφανωμένος με τις αχτίδες του ήλιου ανάμεσα σε σπασμένες πέτρες και κολώνες δωρικές κοιτούσες στα μάτια τις κοπελιές που περπατούσαν ξυπόλητες στις αμμουδιές του κόσμου επιθυμώντας τη χαμένη λαμπρότητα του σώματος.
Μέσα στ' όνειρο που έκαιγε ανάμεσά μας ενώ μου χαμογελούσες σε είδα να υψώνεσαι στο ναό τ' ουρανού σου για ν' αναστηθείς μέσα σ' αυτόν.
Φυσάει νοτιά το χωριό σε μιαν αυλή, στην αμμουδιά τζιτζίκια στο περιβόλι, όλοι αφουγκράζονται καθώς αντηχούν οι αυλοί σιωπηλοί και σημαίνει καμπάνα εσπερινού παιδιά κυλιόμαστε στην άχνα του απόβραδου, παιδούλες παίζουν ακόμα. Γριές και γέροι πιο πέρα γελούν θαμπά στο δικό τους απόβραδο οκνηρή θαλπωρή αργίας στιγμή ωκεάνια του αιώνιου κλέφτης.
Φυσάει νοτιάς από άλλη διάσταση παιδιά κορίτσια μαζί κάτω απ’ τις φτερούγες του θεού στης σκιάς, της κυδωνιάς τα πόδια γυμνά τα στήθη στα χώματα χρώματα του ανέσπερου φωτός και τα σώματα τα λεύτερα από μέριμνα κύματα σε σπήλαια βράχων τρυπώνουν κι η σελήνη ωχρή ρουφά συναισθήματα και τρέφεται ακτινοβολώντας μνήμες και σκηνές.
Απρόσεκτη ψυχή, πού ταξιδεύεις, κόσμοι-παγίδες διάσπαρτοι παντού. Απ’ τα βαριά δεσμά πώς θα ξεφύγεις,
Η μήτρα με καρπό της λαμπιρίζει αισθήματ’ αναβλύζουν πολλά. Δεν ήξερα μαγνήτης μ’ έχει αρπάξει. Απ’ τα βαριά δεσμά πώς να ξεφύγω, δίχτυα των ήσκιων μ’ αιχμαλώτισαν ξανά.
Απ' το περιοδικό ''Μανδραγόρας'' τεύχος 42 του 2010
Καθισμένος στην όχθη του χρόνου σβήνοντας τη νερένια εικόνα μου να σταματήσω στη λαμπερή στιγμή σαν Βούδας στην όχθη του εαυτού του να εισχωρήσω σ' όλα τα επίπεδα φωτός σ' όλες τις νύχτες να γυρίσω τα μέσα έξω να σκεπαστώ με όλα φως κι ουσία κι απουσία
μες στη σιωπή
σε μια ιλιγγιώδη ακινησία σε μια πληρότητα κενή
δεν υπάρχει τέλος ούτε αρχή δεν τελειώνω μήτε αρχίζω δεν ξέρω αν υπήρξα ή είμαι ή θα υπάρξω.
Γύρισα εκεί απ' όπου δεν ξεκίνησα σ' ένα στιγμιαίο κενό.
Ποτέ δεν είμαστε ό,τι είμαστε τίποτα δεν τελειώνει στον εαυτό του πορεύομαι ίσια σε μένα που δεν υπάρχω.